Germinie Lacerteux | Goncourt brothers (1865)
”Είχε συνέχεια ανάγκη να κινείται, να περπατάει, να τρέχει, να κάνει κάτι, να ξοδεύεται. Έρχονταν στιγμές που όσα είχε ζήσει της φαίνονταν πως δεν υπήρχαν πια’ η αίσθηση που είχε ως τότε για το είναι της αποτραβιόταν μέσα σ’ ένα μακρινό όνειρο και μέσα στα βάθη μιας αποκοιμισμένης μνήμης. Το παρελθόν βρισκόταν πίσω της, σαν να το είχε διασχίσει με το πέπλο μιας λιποθυμίας και την έλλειψη συνείδησης ενός υπνοβάτη.”
”Στην αρχή, για να πιει χρειαζόταν κάποιον να την παρασύρει, χρειαζόταν παρέα, το τσούγκρισμα των ποτηριών, την έξαψη της κουβέντας, τον πυρετό των προκλήσεων’ σύντομα έφτασε να πίνει μόνη της.”
”’Έπινε μέχρι και σκέτο αψέντι προκειμένου να πέφτει σε ακόμη πιο βαρύ λήθαργο και να κάνει ακόμη πιο απόλυτη την εξαφάνισή της από τα πάντα.
‘Εφτασε έτσι να περνάει τις μισές ώρες της ημέρας μέσα σε μια εκμηδένιση, από την οποία έβγαινε σαν αγουροξυπνημένη, με κατάπληκτη τη διάνοια της, την αντίληψη της αμβλυμένη, χέρια που έκαναν τα πράγματα από συνήθεια, κινήσεις υπνοβάτη, ένα κορμί και μια ψυχή όπου το μυαλό, η θέληση, η ανάμνηση έμοιαζαν να κρατάνε ακόμη τη νύστα και τη θολούρα των πρώτων πρωινών ωρών.”
”Ο έρωτας που της έλειπε, και στον οποίο είχε τη θέληση να μην ξαναδοθεί, έγινε τώρα το μαρτύριο της ζωής της, ένα αδιάκοπο και φρικτό βασανιστήριο. Έπρεπε να αντιστέκεται στους πυρετούς του κορμιού της και στα εξωτερικά ερεθίσματα, στις εύκολες συγκινήσεις και στις χαλαρές αδυναμίες της σάρκας της, στις παρακλήσεις της φύσης που την πολιορκούσαν. Έπρεπε να παλεύει με τις εξάψεις του πρωινού, με τις προτροπές της νύχτας, με τις υγρές ζέστες της καταιγίδας, με την ανάσα του παρελθόντος της και των αναμνήσεων της, με τα πράγματα που ζωγραφίζονταν ξαφνικά μέσα της, με τις φωνές που τη φιλούσαν σιγανά στο αυτί, με τα ρίγη αισθησιασμού που διαπερνούσαν όλα τα μέλη της.”
”Το βλέμμα της νόμιζε ότι άγγιζε τους πειρασμούς της: μια τρομακτική παραίσθηση έφερνε κοντά στις αισθήσεις της την πραγματικότητα των ονείρων τους. Έρχονταν στιγμές που, όσα έβλεπε, όσα υπήρχαν μπροστά της, τα κηροπήγια, τα πόδια των επίπλων, τα μπράτσα των πολυθρονών, όλα γύρω της έπαιρναν αισχρές όψεις και μορφές. Το άσεμνο ξεπηδούσε απ’ όλα τα πράγματα που βρίσκονταν εμπρός στα μάτια της και την πλησίαζε.”
μτφ Έφη Κορομηλά
Love anything and your heart will be wrung and possibly broken. If you want to make sure of keeping it intact you must give it to no one, not even an animal. Wrap it carefully round with hobbies and little luxuries; avoid all entanglements. Lock it up safe in the casket or coffin of your selfishness. But in that casket, safe, dark, motionless, airless, it will change. It will not be broken; it will become unbreakable, impenetrable, irredeemable. To love is to be vulnerable.
Appreciative love gazes and holds its breath and is silent, rejoices that such a wonder should exist even if not for him, will not be wholly dejected by losing her, would rather have it so than never to have seen her at all.
C.S. Lewis / The Four Loves
.