Πεισίστρατος | Γιώργος Χειμωνάς (1960)

0
Πεισίστρατος Γιώργος Χειμωνάς 1960
Γιώργος Χειμωνάς, Πεισίστρατος, 1960                   Γιώργος Χειμωνάς
 εξώφυλλο: Νόρα Αναγνωστάκη
.
 

” Είναι ένας δρόμος μακρύς και στενός φορτωμένος βήματα και λάσπες. Χώνεται ανάμεσα στα σπίτια με τις κλειστές πόρτες πιο πέρα καμπουριάζει ύστερα λιγνεύει και χάνεται. Ένας δρόμος στενός τα άλλα είναι σπίτια είναι πόρτες κλειστές είναι κι ένας καραγκιόζικος πρίαπος ζωγραφισμένος με κάρβουνο στον αντικρινό τοίχομε κρεμασμένη γαϊδουρινή φύση. Το βαρύ σύννεφο που σκέπαζε ασάλευτο την ανατολή ράγισε έσπασε απότομα  ένας ήλιος φάνηκε αλλόκοτα κι απροσδιόριστα εκθαμβωτικός. Ό,τι γίνεται γύρω μου γίνεται ξαφνικά, ό,τι γίνεται μέσα μου γίνεται ξαφνικά. ”

“Εἶδα χθές ἕνα ὄνειρο πού ἦταν ἀγάπη. Σέ μιά στιγμή γέμισα ἀγάπη καί χαμογέλασα μέ δάκρυα ἦταν σάν ἔκσταση. Ἦρθαν ἕνα σωρό πρόσωπα κι ἔρχονταν κι ἄλλα φάτσες γνωστές κι ἄγνωστες κι ἐγώ ὅλους τούς ἀγαπούσα καί περισσότερους ἀκόμα τόσο πολύ ἄνοιξε ἡ καρδιά μου καί χωροῦσαν κι ἄλλοι πολλοί ἀκόμα. Ἕνα πλῆθος κρεμάστηκε ἀπό τήν σπάνια κλωστή πού ἔκλωθε ἐκείνη τήν ὥρα ἡ ψυχή μου κι αὐτή ἄντεχε δέν ἔσπαζε. Ὅλα ἦταν μιά εὐτυχία πόσο σᾶς ἀγαπῶ φώναξα θά πεθάνω γιά σᾶς. Ἀγαποῦσα τήν κάθε μιά μορφή χωριστά καί μαζί ὅλες ἡ ἀγάπη μου ἦταν ἕνα σύννεφο πού τό σκόρπισε ὁ ἀέρας τό χώριζε σέ χίλια κομμάτια κι ὕστερα πάλι τά ἕνωνε ἡ ἀγάπη μου ἦταν ἕνα σύννεφο πού σκέπαζε ὅλο τόν οὐρανό λευκό καί μεγάλο σᾶς ἀγαπῶ. Ξαφνικά κατάλαβα πώς ἐγώ τούς ἀγαπούσα κι ἐκεῖνοι μέ κοίταζαν μ’ ἕνα μικρό χαμόγελο. Στεκόμουν μέ ἀνοιχτά χέρια κι ἐκεῖνοι μάκραιναν καί τούς εἶπα θἄρθω μαζί σας. Μέ κοίταζαν μέ ἄδειο χαμόγελο καί προχωροῦσαν κι ἐγώ στεκόμουν κι ἔβλεπα νά μέ προσπερνᾶν καί νά μακραίνουν. Δέν μποροῦσα νά κάνω βῆμα ἤμουν σάν φυτό πού πάλευε νά ξεκολλήσει τίς ρίζες του ἀπό τό χῶμα κι ἤθελα νά τούς πάρω ἀπό πίσω. Στεκόμουν κι ἐκεῖνοι φεῦγαν δέν ἔλεγαν ἔλα χαμογελοῦσαν. Ἔμεινα ἀπό τότε μονάχος κι ἔπαψα νά κλαίω ἡ ἀγάπη στέρεψε κι ἔπαψε νά τρέχει.”

”Είμαι άσκημος είμαι άσκημος πολύ είμαι ασήμαντος δεν αξίζω πεντάρα. Είμαι κοντός κι αδύνατος έχω στενούς καρπούς και μεγάλες χλομές παλάμες και δάχτυλα που τρέμουν όλη την ώρα. Το πρόσωπό μου το πρόσωπό μου είναι άσκημο κι ασήμαντο τα μάτια μου δεν έχουν καμιά λάμψη τα χείλια μου είναι πανιασμένα κι απέχουν πολύ από τη μύτη που είναι μικρή και ακανόνιστη. Το πρόσωπό μου είναι άσκημο και καμιά έκφραση δεν του πηγαίνει ούτε η χαρά – είμαι άσκημος και ασήμαντος σαν κουράδι. Είμαι μια ασκήμια μέσα στο αμφιθέατρο που είναι γεμάτο δροσιά και φως και με πνίγει η αγανάκτηση – κανείς δεν με προσέχει κανένας δεν με λογαριάζει ξεχνάν να με χαιρετήσουν στο δρόμο αυτό πια δεν το ανέχομαι: ρίχνουν μια ματιά αφηρημένη επάνω μου αποφεύγουν τη δική μου ματιά και δε με χαιρετάν. Με πληγώνουν! ”

”Γράφω ένα βιβλίο που μα αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω ‘Πεισίστρατος’ ”

”Όλα είναι δικά σου. Για σένα. Τα ’γραψα για σένα. Τα ’γραψα και τα ’μαθα απ’ έξω. Σου τα είπα για να σου κάνω εντύπωση. Ξενυχτούσα και τα ’γραφα κι ύστερα τ’ αποστήθιζα. Τα ’σβηνα και τα ξανάγραφα. Ύστερα τα μάθαινα απ’ έξω. Να σου κάνω εντύπωση. Πως είμαι άνθρωπος διανοούμενος. Μια μεγαλοφυΐα σχεδόν. Όλα αυτά είναι το μοναδικό μου θέλγητρο. Γιατί δεν με νιώθεις – το θέλγητρό μου σου λέω. Που μ’ αυτό έλεγα πως θα συγκινήσω. Όλα αυτά τα σκέφτηκα για να σε γοητέψω. Έκανα πρόβες στον καθρέφτη για το πώς θα τα πω, για το πώς θα σε κοιτάζω και λίγωνα από ηδονή – από ηδονή καθώς φανταζόμουν την κατάπληξή σου, θα ήσουν γεμάτος θαυμασμό. Στον καθρέφτη – να σε γοητέψω. Μη φεύγεις. Δεν έχω κανέναν. Θα σκοτωθώ.”

”Στ’ ορκίζομαι θα γίνω μια μέρα μεγάλος συγγραφέας και θα γράψω πολλά βιβλία που θα έχουν πολλήν ανθρωπιά και θα μιλάν για όλους μας έτσι καθώς είμαστε στριμωγμένοι ο ένας μέσα στον άλλο.”

”Το μυαλό μου γύρισε στον Πεισίστρατο ξαναμμένο. Γιατί ο Πεισίστρατος είναι το μεγάλο μου βήμα το μεγάλο και το πρώτο.Θα τον ξαναγράψω από την αρχή και θα τον απλώσω θα τον κάνω καλλίτερο και φοβερότερο γιατί έτσι πρέπει να γίνει γιατί αλλοιώς θα πεθάνω. Θα τον αλλάξω.”

”Εμπεδόκλειο σχήμα είναι ο κυκλοθυμισμός να μεταπέφτεις αυθαίρετα από την πιο ειλικρινή αγάπη στο πιο παράλογο μίσος αναφορικά στο ίδιο πράγμα και μου συμβαίνει καμιά φορά δείχνει πως κάποιο φράγμα έχει σπάσει μέσα μου κι αλίμονο αν τα φράγματα που έχει η ψυχή αρχινάν να καταρρέουν. Κάποτε νιώθω μίσος δυνατό ενάντια σε μερικούς ανθρώπους που δεν με βλάψαν  και δεν σκέφτηκαν ποτέ να μου κάνουν κακό. Θαρρώ πως αυτό το αναίτιο μίσος είναι η αληθινή κακία. Μισώ τον Πεισίστρατο και την ομορφιά του. Μισώ έναν περίεργο τύπο με κλειστό πρόσωπο που στέκεται πάντα μοναχός  και δεν μιλάει με κανέναν. Το κάνει από αριστοκρατισμό ή από συστολή; μπορεί να είναι δειλός και να σκεπάζει την αδυναμία του με μιαν επιφανειακή ανωτερότητα κι έτσι κρατάει μακριά τους άλλους.”

”Δεν εκτιμάω καθόλου τον εαυτό μου κι έχω μια προσωπικότητα ασπόνδυλη, σαν ρευστή μάζα, τρεμουλιαστή και διαρρέουσα. Με χαρακτηρίζει κυρίως η επιπολαιότητα: στο παραμικρό τυχαίο αίσθημα χάνω το λόγο μου κι υποδουλώνομαι – η κρίση μου είναι υποτυπώδης. σπάνια την χρησιμοποιώ. Έχω πολλήν αντίφαση. Δεν μου είναι ευχάριστο να θυμάμαι τα γεγονότα της ζωής μου, που είναι γεμάτη αψυχολόγητες αλλαγές του εαυτού μου απέναντι στα ίδια πράγματα. Δεν έχω τίποτα για να περηφανεύομαι, καμιάν αξιόλογη ενέργεια, δεν μου έτυχε τίποτε που να με τραντάξει, να μου δώσει την αίσθηση μιας σφριγηλής πραγματικότητας, να με γεμίσει ευτυχισμένη έξαψη. Έχω μονάχα τις τεράστιες ώρες της πλαδαρής ανίας, τον σταματημένο χρόνο σαν από νεύμα κάποιου κακού άριελ. Στην αρχή ποθούσα μια πλήρωση από οποιαδήποτε εντύπωση, ακόμα κι από έναν κρότο ή μια ξαφνική θύελλα. Ύστερα βαρέθηκα και βούλιαξα στην απάθεια. Μοιάζει με τη σιωπή ενός πανάρχαιου κούρου στημένου απέναντι στο χρόνο με την άχαρη μετωπικότητά του και τα μαρμαρωμένα ανδρικά του μόρια, με έλος σε ξερή κι ασήμαντη έρημο. ”

”-Δεν σου κάνω μαθήματα εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας. Όλα αυτά τα έχω σκεφτεί μόνος μου. Λοιπόν: ο πόνος ξεκίνησε από την άρνηση της ύλης να γίνει κόσμος, όμως σε μας αλλοιώθηκε η πρωταρχική αυτή του υφή – μας κληροδοτήθηκε σαν θολή ανάμνηση της θλίψης της ύλης που βιάστηκε, που υποτάχθηκε δηλαδή στη δύναμη. Τον κουβαλάει το κάθε κύτταρό μας, είναι ζυμωμένος με την ουσία μας, όλοι τον έχουμε στην ίδια ποιότητα μέσα μας μα ο καθένας τον συναισθάνεται σε διάφορη ένταση – αυτό είναι άλλο ζήτημα. Είναι ο φορέας της θνητότητας και τελειώνεται με το θάνατο, είναι ο φορέας του τραγικού που είναι σύμφυτο με κάθε ύπαρξη.”

”Μια άλλη φορά ήταν νύχτα κι έφυγα από το σπίτι χτύπησα πίσω μου την πόρτα και πήρα τον κατήφορο τρέχοντας και τρίβοντας τους ώμους μου πάνω στους ανώμαλους τοίχους του στενού δρόμου. Βγήκα στην Τσιμισκή κι έτρεχα στο πλατύ πεζοδρόμιο ανάμεσα στους ανθρώπους γιατί ήταν τέτοια η ώρα που όλος ο κόσμος κατεβαίνει και κάνει βόλτα στην Τσιμισκή κι έπεφτα πάνω στους ανθρώπους καθώς έτρεχα. Τα ρούχα μου ήταν ακατάστατα κι είχα μια ταραχή στην όψη μου (μέσα μου δεν είχα τίποτε) κι ο ιδρώτας στίλβωνε τη φάτσα μου έτσι είδα σ’ ένα καθρέφτη από εκείνους που είναι μαζί και επιγραφή έξω από τις πόρτες των μαγαζιών. Έπιανα με την άκρια του ματιού τους ανθρώπους να σταματούν και να με κοιτάζουν και να λένε κάτι –χωμένος μέσα στο πλήθος ελισσόμουν βιαστικός και με την ψυχή στο στόμα κι ο κόσμος τραβιόταν συγχυσμένος κι είχα αποφασίσει άμα κανένας με σταματούσε και ρωτούσε τι τρέχω να έλεγα μια λέξη τρομερή. Όμως τέλειωσα το δρόμο και δεν βρήκα τη λέξη κι ούτε κανείς με ρώτησε. Ύστερα γύρισα κομμένος από την κούραση γιατί βέβαια δεν είναι μικρό πράγμα να κάνεις τόσο δρόμο τρέχοντας.”

Πεισίστρατος | Γιώργος Χειμωνάς, 1960

Ο Πεισίστρατος είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα. Το «υπερβολικό διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης.

Γιώργος Χειμωνάς



Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *