Φερντυντούρκε | Witold Gombrowicz (1937)
”Να τινάξεις απαλά, εντελώς απαλά τη σκόνη απ’ τα παπούτσια σου και να φεύγεις χωρίς ν’ αφήνεις τίποτε πίσω σου, όχι, δεν απομακρύνεσαι, ούτε φεύγεις, εντελώς απλά πας”
”Όχι, μη μου μιλάτε για τα στιχοποιημένα βάσανά σας που χάφτουμε σαν στρείδια, αφήστε με ήσυχο με τις ζαχαρωτές ντροπές σας, τους καραμελένιους φόβους σας, την λουκουμάτη κακομοιριά σας, τις μαρμελαδένιες οδύνες σας και τις γλειφιντζουρένιες απελπισίες σας.”
”Αχ!, αφήστε με να ονειρευτώ! Κανείς δεν ξέρει πια τι είναι το πραγματικό και τι το ανύπαρχτο, πού είναι η αλήθεια και πού η ψευδαίσθηση, τι αισθανόμαστε και τι δεν αισθανόμαστε, πού είναι το φυσικό και πού το τεχνητό, χανόμαστε, κι αυτό που θα ‘πρεπε να είναι μπερδεύεται μ’ αυτό που είναι, κάθε κατηγορία υπονομεύει την άλλη και της αφαιρεί κάθε δικαιολόγηση, ω, το μεγάλο σχολείο του εξωπραγματικού!.”
”Στη συνέχεια βυθισμένος σε μια νάρκη, ωστόσο όμως ξύπνιος, είχα την εντύπωση ότι το σώμα μου δεν ήταν ενιαίο, ότι ορισμένα μέρη του παρέμεναν εφηβικά, ότι το κεφάλι μου, κορόιδευε το πόδι μου, το πόδι μου το κεφάλι μου, ότι το δάχτυλό μου τα ‘βαζε με την καρδιά μου, η καρδιά μου με το μυαλό μου, η μύτη μου με το μάτι μου, το μάτι μου με τη μύτη μου, κι όλ’ αυτά τα κομμάτια βίαζαν άγρια το ‘να τ’ άλλο μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα καθολικού κι ωμού χλευασμού.”
”Αφήνοντας τις ομίχλες, το χάος, τις ανήσυχες διαχύσεις, τους ανεμοστρόβιλους, τα ρεύματα και την αντάρα, τις λυγαριές και τα κοάσματα των βατράχων, έπρεπε να ενδυθώ σαφείς τυποποιημένες μορφές, να χτενιστώ, να σουλουπωθώ, να εισέλθω στην κοινωνική ζωή των ενήλικων και να συνδιαλεχθώ μαζί τους.”
”Πηγαίνω χωρίς να ξέρω πια τίποτε, ο αέρας σφυρίζει στ’ αυτιά μου, ο ρυθμός των βημάτων με νανουρίζει…Η φύση. Δεν θέλω τη φύση, η φύση για μένα είναι οι άνθρωποι, ας γυρίσουμε, προτιμώ την υγρασία των κινηματογράφων απ’ τ’ οξυγόνο της εξοχής. Ποιος είπε ότι ο άνθρωπος αισθάνεται μικρός μπροστά στη φύση; Απεναντίας μάλιστα αισθάνομαι να θεριεύω και να γίνομαι γιγαντιαίος, αισθάνομαι τρωτός σαν να ‘χω απογυμνωθεί και να με σερβίρουν στο δίσκο τεραστίων φυσικών πεδιάδων μέσα σ’ όλη μου την αντιφυσική ανθρωπότητα, αλίμονο, πού είναι τα ρουμάνια μου κι οι βλαστήσεις των ματιών, των στομάτων, των λόγων, των βλεμμάτων, των προσώπων, των χαμόγελων, και των μορφασμών;”
”Δεν είναι τόσο εύκολο ν’ απαλλαγείς απ’ τους μορφασμούς σου: ένα πρόσωπο μορφοποιημένο απ’ αυτούς δεν ξαναγίνεται από μόνο του φυσιολογικό, δεν είναι ελαστικό!”
Witold Gombrowicz as a young boy standing on a horse in Malosyce, 1909 ^
”Πολύ σύντομα θα συνειδητοποιήσουμε πως το σπουδαιότερο δεν είναι πια να πεθαίνεις για τις ιδέες, τα ύφη, τις θέσεις, τα συνθήματα, τις δοξασίες, ούτε να εγκλωβίζεσαι σ’ αυτά και να μπλοκάρεσαι, αλλά να κάνεις λίγο πίσω και να παίρνεις τις αποστάσεις απέναντι σ’ όλα όσα μας συμβαίνουν. ”
”Η παγκόσμια κουλτούρα έχει κυριευθεί από ένα κοπάδι γυναικούλες γατζωμένες και κολλημένες στη λογοτεχνία, αξιοσημείωτα πληροφορημένες πάνω στις πνευματικές αξίες κι ενημερωμένων σχετικά με την αισθητική, κατέχοντας συχνά έναν κάποιον αριθμό από ιδέες και θεωρίες απόλυτα συνειδητών, πως δηλαδή ο Όσκαρ Ουάιλντ γέρασε κι ο Μπέρναρ Σω είναι ένας δάσκαλος του παράδοξου. Ναι, αυτές ξέρουν πολύ καλά πως οφείλουν να ‘ναι ανεξάρτητες, σταθερές και διεισδυτικές, χωρίς υπερβολές, γεμάτες επίσης από οικογενειακή καλοσύνη. Αυτές οι θείες, αυτές οι θείες, αυτές οι θείες! Αχ!”
”Δέστε τώρα πόσο διαφορετική θα ήταν η στάση ενός ανθρώπου που αντί να υπερσιτίζεται μ’ όλες τις διανοουμενίστικες φρασεολογίες, αγκάλιαζε το σύμπαν μ’ ένα νέο βλέμμα, διακρίνοντας τη δεσπόζουσα σημασία της μορφής μέσα στη ζωή μας. Αν έπαιρνε την πένα αυτό δεν θα ήταν για να γίνει ένας Καλλιτέχνης αλλά, για παράδειγμα, για να εκφράσει καλύτερα την προσωπικότητά του και να την κάνει κατανοητή στον άλλον ή μάλλον για να βάλει καλύτερα σε τάξη την εσωτερική του ζωή και επίσης ίσως για να βαθύνει και να ξεδιαλύνει τις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους, λαμβανομένης υπόψη της τεράστιας επιρροής που ασκείται από άλλα πνεύματα πάνω στο δικό μας’ ή πάλι για να επιχειρήσει να διαμορφώσει για τον εαυτό του τον κόσμο που επιθυμεί και που του είναι απαραίτητος”
”Ο συγγραφέας που οραματίζομαι δεν θα βαλθεί να γράψει γιατί θεωρεί τον εαυτό του ώριμο, αλλά απεναντίας επειδή γνωρίζει την ανωριμότητα του ξέροντας καλά ότι δεν έχει θριαμβεύσει πάνω στη μορφή και ότι αυτός είναι που ανεβαίνει αλλά δεν έχει φτάσει στην κορυφή, αυτός που θέλει να πραγματωθεί αλλά δεν έχει ακόμα επιτύχει την πραγμάτωση.”
1 thought on “Φερντυντούρκε | Witold Gombrowicz (1937)”