Γαλάτεια & Νίκος Καζαντζάκης | Ridi, pagliaccio (Γέλα, παλιάτσο) / Άνθρωποι και υπεράνθρωποι & μια κριτική
Η Γαλάτεια Καζαντζάκη το καλοκαίρι του 1912 στο Κράσι Ηρακλείου.
Μια απελπισμένη γυναίκα που ρίχνει τον εραστή της στην αγκαλιά άλλων γυναικών προκειμένου να «γελάσει με την αγωνία της».
”4 Αυγούστου
Την είχα γνωρίσει τώρα και δυο χρόνια σ’ ένα εκδοτικό κατάστημα όπου κατά τύχη είχαμε πάει κι οι δυο την ίδια ώρα ν’ αγοράσουμε βιβλία. Από τότε γενήκαμε φιλενάδες και για κάμποσο καιρό βλεπόμασταν συχνότατα. Εκείνη δεν είχε λόγια να με θαμάζει όπου πήγαινε κι εγώ δεν έβρισκα λόγια να τη χαραχτηρίσω. Ήταν ένας τύπος ρομαντικής γυναίκας δοσμένης όλης στα βιβλία που διάβαζε. Είχε αποχτήσει έτσι με τον καιρό ένα χαραχτήρα πολυσύνθετο κι αξεδιάλυτο, που δεν ταίριαζε σε κανένα χαραχτηρισμό ορισμένο. Τα ρομάντσα του 1830 και τα ρομάντσα του 1907 ήτανε κοπαδιασμένα στη φαντασία της και τη γέμιζαν από χίλιω λογιώ πεποίθησες κι ιδέες. Την πραγματική ζωή, τη ζωή του σπιτιού της, αυτή δεν την καταλάβαινε καθόλου. Ο άντρας της και τα παιδιά της ήτανε πρόσωπα από κάποια βιβλία που διάβασε, κι η ίδια ζούσε σ’ έναν κόσμο πολύ διαφορετικό του αληθινού. Ένας τύπος επιπόλαιος κι αιστηματικός, που δεν αγαπούσε και δε θάμαζε τίποτ’ άλλο από ό,τι της διηγιότανε ο ένας κι ο άλλος συγγραφέας και ποιητής.
Το Λώρη τον γνώριζε από παλιά –πώς και πού δε φρόντισα να μάθω ποτέ– πριν να τη γνωρίσω εγώ. Έτσι ήξερε όλη την ιστορία της αγάπης μας από τον ίδιο, χωρίς γι’ αυτό να βρεθώ στην ανάγκη να της κάμω εγώ τέτοιου είδους εμπιστευτικές κουβέντες. Ποτέ όμως δε μου μιλούσε γι’ αυτόν κι απόφευγε μάλιστα καθετί που θα μας ανάγκαζε να τον αναφέρουμε. Κι εγώ είχα μάθει από το Λώρη, σαν του είπα πώς τη γνώρισα, πως άλλοτε, που ήταν γειτόνοι, είχανε αλληλογραφία κι ότι τα δικά της γράμματα μιλούσανε πάντα για κάποιο μέλλον που θα τους έφερνε κοντά.
Γελούσαμε πολλές φορές με το Λώρη για τις αιστηματικές της αυτές εκδήλωσες… Μα ήταν τόσο δυστυχισμένη μες στο στενό κύκλο του σπιτιού της! Την αγαπούσε τόσο λίγο ο άντρας της, κι αυτή είχε μια τόσο μεγάλη ανάγκη από αγάπη! ”
Γαλάτεια Καζαντζάκη, Ridi, pagliaccio (Γέλα, παλιάτσο), Ο Νουμάς, 1909
Από αριστερά: Κώστας Βάρναλης, Χαρίλαος Στεφανίδης, Νίκος Καζαντζάκης, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Κράσι Κρήτης, 1912
Κυριακή 14 Ιουνίου 1909
Η Γαλάτεια Αλεξίου. Ενα από τα ωραιότερα και σπαραχτικότερα θεάματα που είδα στη ζωή μου.
Την κοιτάζω πολλές φορές να γοργοπερνά την αγορά και τα στενά σοκάκια μας και να στηλώνει αυθάδικα στους διαβάτες τα μάτια της τα μεγάλα, τα πολύξερα, τα γεμάτα. Και βλέπω τους διαβάτες να χαμηλώνουνε τα μάτια τους ταραγμένοι κι ανήσυχοι-λες και κάποιον είδανε να σκύφτει απάνω στην ψυχή τους και να κοιτάζει περιφρονητικά τη φριχτήν ασκήμια της.
Εμείς οι άντρες, δεν μπορούμε να νοιώσομε πόσο μια ψυχή ντελικάτη πικραίνεται κι αηδιάζει, θωρώντας έτσι τους άντρες να εξευτελίζονται και να πέφτουν.
Οι μεγάλες λέξες που απατούν και υπνωτίζουν την κάθε γυναίκα, δεν την απατούν και δεν την υπνωτίζουν-απεναντίας, την εξεγείρουν και την αναταράζουν και της δίνουν μιαν επαναστατική και βλοσυρή ανάταση θυμού και καταφρόνιας. Πρέπει κανείς πολύ ν αγαπήσει και πολύ νʼ απατηθεί για να φτάσει στην απαρηγόρητη αυτή και βαθιοστόχαστη αντίληψη της κουφότητας κι αδειοσύνης κάποιων μεγάλων φανφαρόνικων λέξεων.
Χωρίς ρομαντικότητες και λιγοθυμητά παιδίστικα μπροστά στα ηλιογέρματα κι αναστενάγματα υστερικά κάτω από το φεγγάρι, χωρίς αιστηματικότητες ερωτικές, ως θάταν φυσικό στα εικοσιπέντε της τα χρόνια και στην ομορφιά του κορμιού της-κοιτάζει μια διαπεραστική βαθύτητα και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες της ζωής και βρίσκει σε μια βίζιτα, σε μια φλυαρία φιλενάδας της, σε μια συζήτηση, σ έναν περίπατο, σ ένα χορό, σε χίλια δυό καθεμερνά και πολυσυνηθισμένα, τα κρυφά μικρούτσικα ελατήρια που κινούνε κ εξηγούν όλη μας τη ζωή.
Η ειρωνεία της που πονεί και σπαρταρά ανάμεσα στα χτυπητά της γέλια, η ειλικρίνειά της που κάνει κακό έτσι απότομα που λέγεται κ έτσι ωμά που ρήχνεται, η παρατηρητικότητά της η αδιάκριτη, που σε κάνει και χαμηλώνεις το βλέμμα, ζητώντας του κόσμου να κρύψεις τη σκέψη σου, που τη διαβάζει. Εκείνη, αδιάφορη και περιφρονητική, απάνω στο μέτωπό Σου, και τέλος η απογοήτεψή της, που την κάνει να θέτει με κάποιαν αριστοκρατικιά ναυτίαση όλα τα πράματα κι όλα τα πρόσωπα στη θέση που τους ταιριάζει, αποσπώντας με οργή αποπάνω τους τις αποκριάτικες μάσκες της φαινομενικής τους λαμπρότητας.
Είναι ίσως πρόληψη, ίσως συνήθεια, ίσως ανάγκη ψυχολογική, τη γυναίκα να τη θέλομε τελείως γυναίκα, αδύνατη κ ευκολόσπαστη κ ευκολοσυγκίνητη, που να μισεί την αλήθεια ως κάτι τι ενάντια στον προορισμό της και ν αγαπά “φύσει” την ψευτιά και την υποκρισία και τις χίλιες δυό απόχρωσες του ατλαζιού και τις χίλιες δυo ηδονικές ανατριχίλες της θάλασσας και της γάτας.
Το να δείχνει κανείς το σώμα του δεν είναι τόσο άσεμνο όσο να δείχνει την ψυχή του και μια Γυναίκα πρέπει να κρύβει τις πληγές της καρδιάς της πολύ πιο προσεχτικά και πολύ πιο σεμνά παρ όσο κρύβει το στήθος της.
Κ έτσι και μόνο μπορώ να εξηγήσω τ αντιφατικά συναιστήματα-του θαυμασμού και της δυσφορίας-που μου γεννά το Ridi Pagliacio.
Νίκος Καζαντζάκης / Νουμάς, φύλλο 348 / αποσπάσματα
Ο Νίκος Καζαντζάκης με τη Γαλάτεια
”Ο Αλέξανδρος, αυτά λέγουνταν στην ανατολική βεράντα, κοίταζε το γιομάτο φεγγάρι μέσα από τα δέντρα κ’ ήτανε σα να μην την άκουε. Όχι, δεν ήτανε εκείνη που του ταίριαζε. Στον Αλέξανδρο θα ταίριαζε μια γυναίκα ή απλοϊκή κι αγαθή, ή πονηρή. Η Δανάη δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Πολλές φορές ωστόσο κάθιζε στο σκαμνί τον εαυτό της. Γιατί μπέρδευε ολοένα τον άνθρωπο με το συγγραφέα; Ο άνθρωπος της είχε φταίξει, όχι ο συγγραφέας. Κι αυτή είχε αγαπήσει τον συγγραφέα. Μόνο αυτόν. Την ιδιότητα που τον ξεχώριζε απ’ όλους τους νέους του τόπου, αυτήν είχε αγαπήσει. Αυτή την ξετρέλλανε. Αν δεν έγραφε, σίγουρα δεν θα τον πρόσεχε. Γιατί λοιπόν δεν της έφτανε η πραγματοποίηση του ονείρου να ζει πλάι του, κάτω από την ίδια στέγη και νάναι οι δυο τους το εξωτικό ζευγάρι που οι νέοι τους φίλοι τόσο αγαπούσαν και το χαίρουνταν; Γιατί; Γιατί όσα της είχε αρνηθεί ο άνθρωπος, της τ’ αρνιόταν κι ο δημιουργός. Να γιατί.
Όμως η Δανάη έκανε όρκο να μην του φερθεί ποτέ έτσι σαν εκείνο το βράδυ… Θα περιμένει… Ποιος ξέρει… Μπορεί νάτανε ακόμα νωρίς. Κι άλλοι μεγάλοι τεχνίτες είχανε τα κουσούρια τους. Ο Βερλαίν ήτανε αρσενοκοίτης και έφτασε να γενεί φονηάς, πήγε φυλακή. Ο Πόου πέθανε στο δρόμο αλκοολικός. Ο Ντοστογιέβσκη έχανε στη ρουλέττα ακόμα και τα καθημερινά έξοδα του σπιτιού του… Με τη διαφορά, συλλογιόταν πάλι, πως αυτωνών τα κουσούρια ήτανε τα πάθη τους, ενώ τα κουσούρια του Αλέξανδρου φανέρωναν ίσα-ίσα πως ήτανε στερημένος κι από τα πιο κοινά ανθρώπινα αισθήματα. Κι όταν αυτά λείπουν, ό,τι κι αν πούμε στην τέχνη δε θάναι «χαλκός ήχων και κύμβαλον αλαλάζον;»”
Γαλάτεια Καζαντζάκη, Άνθρωποι και υπεράνθρωποι, 1957
* μυθιστορηματική μεταφορά της σχέσης της με το Νίκο Καζαντζάκη.
Ο Νίκος Καζαντζάκης στη Βουλιαγμένη με τη Γαλάτεια, τη Λιλίκα Νάκου και την Καίτη Παπαϊωάννου. 1920
”O Kαζαντζάκης βάζει με ζηλευτή ευκολία τους ήρωές του να απαρνιούνται δύο αγαθά
που δεν γνώρισε ποτέ: Το σεξ και τον πλούτο”
”Ήταν ουτοπιστής και δονκιχωτικός, ακριβώς γιατί ήταν και δειλός και
μανιακός φιλόδοξος.”
“Τραγικοί είναι όσοι στέκουνε τόσο παραπονεμένοι έξω απ’ τη ζωή, τόσο
μακριά απ’ τον άνθρωπο, σαν καταραμένοι”.
“Ο Καζαντζάκης είχε μια κακή συνήθεια: δεν αλάφρωνε ποτέ τα γραφτά του,
ούτε και τη ζωή του, από τα περιττά.”
Νίκος Καζαντζάκης: Ενας τραγικός, Λιλή Ζωγράφου, 1959, μελέτη
Ο Νίκος Καζαντζάκης με τη Γαλάτεια στην Αθήνα το 1915
Γαλάτεια Αλεξίου (1881-1962)
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, είχε τρία μικρότερα αδέρφια το Ραδάμανθυ, το Λευτέρη και την Έλλη. Σπούδασε σε γαλλικό σχολείο και από νεαρή ηλικία ξεκίνησε να δημοσιεύει ποιήματα και μεταφράσεις με το ψευδώνυμο Lalo de Castro. Επεσήμανε από τους πρώτους την αξία του Καβάφη, έγραψε κάποια από τα πρώτα αναγνωστικά στη δημοτική γλώσσα. Το 1911 παντρεύτηκε τον συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1926 χώρισε με τον Ν. Καζαντζάκη και το 1933 παντρεύτηκε τον ποιητή και κριτικό Μάρκο Αυγέρη. Λόγω της συμμετοχής της στην αριστερή πρωτοπορία, η μεταξική δικτατορία τη συνέλαβε και της στέρησε το δικαίωμα να δημοσιογραφεί, ενώ αργότερα, μετά την Απελευθέρωση, απολύθηκε λόγω «κοινωνικών φρονημάτων» από τη θέση της στη βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων.
Εξαιρετικό το άρθρο,ευχαριστούμε για τις κρυφές πτυχές που αγνοούσαμε και αποκαλύφθηκαν!!!