Το Λεμονοδάσος | Κοσμάς Πολίτης, 1930
.
”Δεν συνέβη καμία μεταβολή στη ζωή μου. Δεν ξέρω πού να αποδώσω αυτή τη διάθεση που αισθάνομαι απόψε να δω τις σκέψεις μου αραδιασμένες επάνω στο χαρτί. Δεν αισθάνομαι καμία κλίση στην φιλολογία, ούτε είμαι ερωτευμένος. Ο έρως; Κάποιος είπε πως είναι μία εφεύρεσις που ο καθένας τη νομίζει δική του. Εγώ δεν είμαι εφευρέτης. Είμαι αρχιτέκτων, ένα μυαλό θετικό.”
”Είναι μάλλον μία διάθεσις περιπλανήσεως, περιπλανήσεως του πνεύματος. Είμαι βέβαιος ότι αυτή την στιγμή ένα πρόσωπο περπατεί έξω κάτω από το μαγικόν σεληνόφως μέσα σ’ ένα από τα θαυμασιότερα τοπία. Εγώ όμως δεν βγαίνω να το συναντήσω και κάθομαι εδώ κλεισμένος και γράφω. Θα γράφω κάθε μέρα ό,τι ενδιαφέρον βλέπω. Δεν ξεύρω αν εξακολουθήσω. Πάντως αρχίζω από την σημερινήν ημέρα αν και δεν μου συνέβη τίποτε το ιδιαίτερο. Γράφω μάλιστα και την ημερομηνία 22 Μαρτίου 1924.”
”Οδηγούσε η Καίτη με τόση μαεστρία! Αυτή καθόταν δίπλα της εμπρός και ζαλιζόταν τόσο στις απότομες στροφές που την αγκάλιαζε σφιχτά με κίνδυνο να γίνει δυστύχημα. Άλλωστε ήταν οι δύο μόνες τους στο ένα αυτοκίνητο και αν συνέβαινε κανένα δυστύχημα αυτό αφορούσε αυτές και μόνον. Έπειτα τι είναι η ζωή; un peu d’ amour, un peu d’ espoir, et puis bonsoir, όπως είπε κάποιος. Τι θα την κάνει την ζωή εφόσον δεν μπορεί να πραγματοποιήσει το όνειρό της και να φθάσει το τέλειον;…”
”- Πρέπει να δείτε και το δικό μας δάσος, το λεμονοδάσος, απέναντι στον Πόρο. Είναι ένα μεγάλο δάσος από λεμονιές και πορτοκαλιές που σκεπάζει ολόκληρο το βουναλάκι. Καταπράσινο, όχι γκρίζο όπως αυτά τα ελιόδενδρα. Τα φύλλα των είναι αδρά σαν σάρκα. Την άνοιξη μοσχοβολά όλος ο τόπος. Και όταν δέσουν οι καρποί και κρέμονται ολόχρυσοι και βαρείς, έχει κανείς ζωντανή την εντύπωση της μητρότητος. Πρέπει να έλθετε χωρίς άλλο στο νησί μας. Δεν μπορώ να υποφέρω αυτές τις σκληρές γραμμές εδώ γύρω. Εκεί όλα είναι λεπτά και τα χρώματα μαγεύουν. Είναι το νησί της χαράς. Ελάτε τώρα την άνοιξη.”
”Στην είσοδο μια κίνησις ασυνήθης. Κυρίες πηγαινοέρχονται απησχολημένες και δίνουν οδηγίες σε μερικούς νεαρούς με κολλημένα γυαλιστερά μαλλιά και ύφος ανθρώπων από τους οποίους εξαρτάται το σύμπαν. Οι υπηρέται τοποθετούν γλάστρες με πελώρια φοινικοειδή. Προχωρώ στα σαλόνια. Οι τοίχοι είναι σκεπασμένοι με υφάσματα μωβ και πορτοκαλιά. Ένας νέος διορθώνει μια πτυχή με νωχελείς κινήσεις και οπισθοχωρεί με μάτια μισοκλεισμένα για να κρίνει το αριστούργημα.”
”Ο νους μου πάγει πίσω στο επεισόδιο της Κασταλίας. Πράγματι είναι βάρβαρη. Βλέπω έναν αυχένα δροσερό, με μαργαριτάρια στην παρυφή των καστανών μαλλιών. Μια αχτίνα του ηλίου βγαίνει μέσ’ από τα σύννεφα και πέφτει επάνω στον ανθισμένο κάμπο.”
”Να επιτέλους τα φώτα του Πόρου. Προς στιγμήν σκέπτομαι να μη βγω, να επιστρέψω στον Πειραιά, κάνοντας με το πλοίο όλο τον γύρο, δύο ημέρες. Μια ματιά όμως στη μαύρη τρύπα της σκάλας που οδηγεί στις καμπίνες, και η μυρωδιά που ανεβαίνει από εκεί κάτω, με κάνουν να πάρω τη μικρή βαλίτζα και να πηδήσω στη βάρκα.”
”Προσπαθώ να σχηματίσω κάποια ιδέα για το δάσος αυτό. Το φαντάζομαι πυκνό, με τεράστιες, με υπερφυσικές πορτοκαλιές και λεμονιές που δεν αφήνουν να εισδύσουν οι ακτίνες του ήλιου, ούτε να εξατμισθούν οι μυρωδιές που μένουν βαριές και δηλητηριώδεις κάτω από τα φυλλώματα. Κάτι μυθικό που δεν έχει τη θέση του σ’ αυτό τον κόσμο. Μόνον που δεν χωρεί ο νους μου πώς αρχίζει και πώς τελειώνει.”
”Η υπηρέτρια φέρνει τα διαφανή συνεργεία της μαστίχας. Καθώς τα μετακινεί η Λήδα, τα κρύσταλλα ρίχνουν χίλιες φωτιές και ηχούν διαυγή.”
”Ερευνώ την παραλία με το βλέμμα και δεν έχω μάτια παρά για μια λευκή σιλουέττα. Πόσο φαίνεται μικρή, πόσο μηδαμινή! Πως συμβαίνει να ξεπετά κάτι μέσα μου; Ένα μηδαμινό πλασματάκι μέσα στην πλάση…”
”Την κρατώ σφιχτά από τη μέση και αναπνέω την αναπνοή της. Τα μαλλιά της έχουν την ευωδία του νωπού χόρτου. Ανεβάζω υψηλότερα το χέρι και ψαύω την πλάτη δίπλα στα πλευρά. Της ψιθυρίζω.”
”Είναι σκοτάδι, δεν διακρίνω τίποτα κάτω στη γη. Η Πόπη με κρατεί μπράτσο και δεν καταλαβαίνω πως συνέβη και βρεθήκαμε στόμα με στόμα ακουμπισμένοι σε κάτι στερεό που πρέπει να ήταν ένας τοίχος…”
”Οι δύο βαρκάρηδες κωπηλατούν γερά και η βάρκα γλιστρά γοργή μέσα στο στενό και γοργά η στενοχώρια μου φεύγει πίσω.
Μετά τα υψώματα φάνηκε μια ακρογιαλιά και στα ενδότερα μια βαθιά κατάφυτη κοιλάδα που γύρω της σχηματίζουν τα βουνά έναν κόλπο. Το ακριανό κατεβαίνει απαλά ως την ακτή· ένα μεγάλο κτίριο λευκάζει στην κορυφή ανάμεσα στα δέντρα.
Αναγνωρίζω την τοποθεσία του Μοναστηριού. Πού να βγαίνει το ποτάμι που είχα ακούσει να κυλά κάτω στη ρεματιά;”
Το Λεμονοδάσος, Κοσμάς Πολίτης, 1930
Κοσμάς Πολίτης (1888-1974) γεννήθηκε στην Αθήνα. Το 1890 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Σμύρνη, μετά από την οικονομική καταστροφή του πατέρα του. Εκεί πήρε ιδιαίτερα μαθήματα Αγγλικών και Γαλλικών. Το 1900 πέθανε η μητέρα του και ανατράφηκε από την αδερφή του Μαρία. Στη Σμύρνη φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή και στο Αμερικανικό Κολλέγιο και εργάστηκε στην Τράπεζα Ανατολής (1905-1911) και σε υποκατάστημα της Εταιρείας Wiener Bank-Verein (1911-1919).
Το 1917 παντρεύτηκε την Κλάρα Κρέσπι που καταγόταν από την Αυστροουγγαρία, με την οποία απέκτησε μια κόρη, τη Φοίβη. Το Σεπτέμβρη του 1922 έφυγε με την οικογένειά του για τη Μασσαλία και το Παρίσι, όπου εργάστηκε στην εκεί Credit Foncier d’ Algerie et de Tunisie και το 1923 έφυγε για την Αγγλία. Εργάστηκε στο υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας του Λονδίνου και το 1924 επέστρεψε στην Ελλάδα.
Η πρώτη εμφάνιση του Κοσμά Πολίτη στο χώρο της λογοτεχνίας έγινε σε ηλικία 42 ετών με την έκδοση του “Λεμονοδάσους” (1930), που γίνεται δεκτό με ενθουσιασμό από τον κόσμο των γραμμάτων, ενώ ο ίδιος δήλωνε “ερασιτέχνης συγγραφέας”.