Το βαλς χωρίς ντάμα / Το πορτραίτο της Ελίζε Μαίηλυ | Γιάννης Σκαρίμπας, 1893-1984
Το βαλς χωρίς ντάμα
Ωραία διασκεδάσαμε, κυρία, στο σπίτι
(συνέχεια στης νύχτας τα’ αμίλητα μάκρη)
με τουτ’ τη λίγον τι βαμμένη μου μύτη
στην άκρη
Εγώ, μπρος στο φίνο σου χαμογέλιο
Κι εσύ μπρος σ’ αυτό το άναυδο φρύδι,
Περίεργο επαίξαμε – οι δυο μας- και τέλειο
Παιγνίδι.
Στα μούτρα μου απόμεινε ύστερα χρώμα
Βαθύ ροζ απ’ τα χείλη σου, Μα εμένα, Κυρία
Σε κυττάνε ακίνητο το μπλάβο μου όμμα
Και κρύα..
Ω νάχα κι εγώ μεσ’ στο στήθος καρδίτσα
(και όχι, για να κρούω τις φούχτες, μια σούστα)
αχ πως θα στην έπιανα καρφίτσα- καρφίτσα
τη φούστα.
Και πως, τα μαλλάκια σου μπούκλα τη μπούκλα
Ωραία θα στάφιαχνα –με κόπτσες και τέλια-
Σε στυλ Πομπαδούρ να σ’ είχα μια κούκλα
Μου τέλεια.
Μα εγώ στης πνοής σου για να φτάσω το μύρο,
Των ποδιών μου πατώ – στο κενό – στις μυτίτσες
Και αχ στην κλωστή μου πόσες φέρνω τριγύρω
Βολτίτσες.
Θεέ μου, θα κλάψω! Στροφές χωρίς ντάμες
– με τέζα τα χέρια μου- με σφάζει μια ζήλεια
στον αέρα να φέρνω, και νάχω παλάμες
δυο ζύλια…
Το πορτραίτο της Ελίζε Μαίηλυ
Δε θα’χες βέβαια μού δραπετεύσει – μόνος να μένω-
Αν σούχ’ ανάστημα δώσει – στο πλάνο μου- πόδι και πάτι
Αν δε σε σκέδιαζα μ’ όξω τη γλώσσα μου και με κλεισμένο
το’να μου μάτι…
Πρώτα να κλείδωνα και στα παράθυρα να’βανα εμπόδια
και απέ τα χείλη σου αίματος – να’φιαχνα- μια φυσαλλίδα
κι εκεί – σαν θα `φτανα- χρυσή να σκέδιαζα στα πόδια
σου αλυσίδα.
Μα γω τ’αψήφησα και σου χχα κάμει το φρύδι τόξο
Προφίλ το πρόσωπο (μια τεθλασμένη) τις μπούκλες κρόσσα,
το μάτι τρίγωνο κι έιχες το στήθος σου στητό στα όξω
κι εγώ τη γλώσσα.
Κι ενώ τη φούστα σου – ως Μάη- ζωγράφιζα και σου’χα βέρα
βάλει στο δάκτυλο και ντέφι – μάισας- στο χέρι το’να,
συ ξάφνου πρόβαλες πόδι και τσάκισες – φως στον αέρα-
κάτασπρο γόνα.
Κι έφυγες, κρούσαντας ψηλά το ντέφι σου σε μπράτσα χιόνι
Δω μεν’ αφήνοντας (ως με το μάτι μου –βρέθηκα – κλεισμένο)
Καθώς και τα’ άλικο ρόδο του γέλιου σου εκράγηκε όνειρο
αφημένο
………………………………………………………………..
Ω μένα – τ’ άμυαλου- που μέσ’ στα σύνορα τούτ’ του στενού μου
στίχου μου εζήτησα να σε περίκλεινα – σκλάβα πανώρια!
εσύ – δραπέτισσα της ύλης- ξέφυγες, ατμός, το νου μου
όξ’ απ’ τα όρια.
Γιάννης Σκαρίμπας 1893-1984