Εν συμποσίω / Οδυσσέως σύντροφοι / Ταξίδια | Αλέξανδρος Μάτσας, 1910-69
Ο Αλέξανδρος Μάτσας στο λιοντάρι της Κάντζας που βρισκόταν εντός του κτήματός του.
”άνυδρο οπτικό θαύμα”
”έξω από τον καιρό και τα θνητά”
”Η λαύρα του μεσημεριού, συστατικό της μαγγανείας. Για να διυλισθεί
το φίλτρο της συγγνώμης πραγμάτων και σκιών.”
”να ξεφύγει / για λίγην ώρα, της ζωής και του θανάτου, / τ’ άσπονδο ζύγι.”
Εν συμποσίω
Θείος ξένος κάθισε στο συμπόσιον,
Έρως ο απρόσκλητος. Δεν τον είδαν
μήτ’ οι δούλοι μήτε κι οι καλεσμένοι΄
μόνον εσύ.
Δυο ποτήρια διάλεξε να γευθεί,
τα δικά μας΄ κι έγινεν αμβροσία
το κρασί, και μήκωνες ο κισσός
του Διονύσου.
Έλαμψαν τα μάτια μας πιο βαθιά
κι οι φωνές μας έτρεμαν΄έξω νύκτα
μάς καλούσε, πάνσεπτη, στης σιγής της
την προστασία.
Νύκτα, απόψε κράτησε πιο βραδείες
τις λαμπρές Πλειάδες και τη σελήνη
την πασιφάη.
1946
Αλέξανδρος Μάτσας
Οδυσσέως σύντροφοι
Βλέπαμε πρώτα μια κορφή, κατόπιν,
τα δάση, τους λειμώνας με σπαρτά και
δένδρα, και τα έργα των ανθρώπων.
Η πόλις ήτο πάλλευκη και τελευταία.
Κι αυτήν δεν την κυττάζαμε πολύ,
μην η βουλή μας δειλιάση.
Εχουμε κι άλλα, λέγαμε, πελάγη
να σπείρωμε, κι είμαστε νέοι ακόμα.
Οι άνεμοι το νου μας κατοικούσαν
Ταξίδια
Η ξένη νύκτα πολιορκεί
το βαρύ κοιμισμένο σπίτι.
Κλειστά παράθυρα, πόρτες κλειστές,
τοίχοι και στέγη,
τη μαύρη ξένη μην αφήστε
μέσα να μπει.
Μην την αφήστε, μάτια κλειστά
των κοιμωμένων.
Βαρύ καράβι ταξιδεύει
από μια μέρα στην άλλη μέρα
κι εντός του λέμβος η κάθε κλίνη
δίχως πηδάλιο, δίχως κουπιά.
Κλίνες, πού πάτε τα κουφάρια
των κοιμωμένων;
– Η κάθε λέμβος σ’ άλλα νερά
κι άλλες σκιές σε κάθε πλώρη,
νήθουν, ξενήθουν και κυβερνούν
πλόας ιδίους
Το λιοντάρι της Κάντζας, σχέδιο Γιάννη Τσαρούχη, 1945
Αλέξανδρος Μάτσας (1910-69) Έλληνας διπλωμάτης και λογοτέχνης. Στα Γράμματα εμφανίστηκε στην ηλικία των δεκαπέντε χρόνων, με τη γραμμένη στα γαλλικά ποιητική συλλογή Le vieux jardin (1925), προλογισμένη από τον Κωστή Παλαμά *. Ακολούθησαν οι συλλογές: Ποιήματα 1930-1934 (1934), Ποιήματα (1946) και Ποιήματα. Εκλογή (1964). Επίσης έγραψε τα θεατρικά έργα Κλυταιμνήστρα (1945), Κροίσος (1953) -που παίχτηκαν στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 1956 και το 1963 αντιστοίχως- και Ιοκάστη (1952).
* ”Ο ποιητής των στίχων που βλέπουν το φως μέσα στο βιβλίο τούτο πρωτοφανερώνεται με σπάνια πρωιμότητα πολύ πριν πλησιάσει στα είκοσι χρόνια, γυμνασμένος αρκετά και κάθε άλλο παρά πρωτόπειρος. Τα ποιήματα αυτά τα χαρακτηρίζουν αράδα αράδα πνοές και δεξιοτεχνίες που μου θυμίζουν Verlaine, Hérédia, Samain, ακόμη και τον Moréas των Syrtes, ακόμη και λιγάκι Rodenbach. Είναι, θετικότερα, το αποτέλεσμα μιας διανοητικής συγγένειας σ’ ένα με προσοχή και με πάθος μελετητή του γαλλικού λυρισμού; Αδιάφορο. Το θετικό μέρος του ζητήματος είναι πως ένας νεώτατος άνθρωπος προβάλλει Γάλλος, γαλλόφωνος, γαλλόπνευστος, γαλλόψυχος, όπως θέλετε βαφτίστε τον, που μας δείχνει με τα μετρημένααυτά στιχουργήματα (δόσις ολίγη τε φίλη τε, κατά το ρητό του αρχαίου) πως έχει στη διάθεσή του κάτι από τα εφόδια και από τα χαρίσματα των έργων των γνωρισμένων με τα ονόματα που παραπάνω ανάφερα και που τ’ αγαπούμε και τα θαυμάζομε.”
”Κ’ εκείνους πουμοσχοβολούν από τον αέρα ενός περιβολιού, κ’ εκείνους που μας ξαναφέρνουν σάμπως διυλισμένους τους ρυθμούς κλασικών εικόνων και κομψοτεχνημάτων και προσώπωνπου στολίζουν τις βιτρίνες και θερμαίνουν τα σαλόνια, κ’εκείνους που ανακαλούν στο είναι, μέσα στα χρυσά κλου-βιά του σονέτου, εράσμια φαντάσματα του φυσικού και του ιστορικού κόσμου”
Κωστής Παλαμάς