Μονόχορδα | Γιάννης Ρίτσος, 1979
Μ’ ένα πουλί προσκέφαλο, ξάγρυπνος μένω νύχτες και νύχτες.
Λέξη απ’ την επανάληψη ανανεωμένη.
Ω, αφίλητο στόμα, για το βαθύ τραγούδι.
Σώμα περιφραγμένο – συστολή τού απείρου.
Μόνο μες στο κενό λοιπόν είμαστε ακέριοι.
Έτσι περάσανε τα χρόνια ‒ λύκοι, λέξεις και φεγγάρια.
Μιλά η πληγή; Σωστά μιλάει.
Ελεύθερος αυτός που νοιάζεται τους άλλους.
Κάποτε, από μια σύμπτωση, βρίσκουν οι λέξεις το άλλο νόημά τους.
Εκείνοι που σε κλέβουν, σε φωνάζουν κλέφτη.
Πνεύμα της νιότης. Στήθος κοριτσιού θαλασοραντισμένο.
Πέταλο γιασεμιού, σ’ ένα ποτήρι με νερό, μακριά που με αρμενίζεις.
Αν δεν μπορέσω να το δεις κι εσύ, μοιάζει σα να μην το ’χω.
Βαθύ νερό του πηγαδιού τ’ αγάλματα ποτίζει.
Ελληνική καμπύλη λόφου· ο ναός που λείπει πλέει στον αέρα.
Το σώμα το χειροπιαστό, πιο άπιαστο απ’ τον ίσκιο.
Ένα άσπρο άλογο στο κίτρινο χωράφι.
Άλλα του πήραν· άλλα τα ’δωσε. Απ’ τις απώλειες θησαυρίζει τώρα.
Δεν έχω πια μυστικά. Τα φώτα ανάψαν κάτω στο λιμάνι.
Καρλόβασι, Σάμος, Αύγ.- Σεπτ. 1979
Γιάννης Ρίτσος, Μονόχορδα