Θαλασσινή Ψαλμωδία | Gregory Corso, 1930-2001
Η μητέρα μου μισεί τη θάλασσα,
τη δική μου θάλασσα, ειδικά,
την ορμήνεψα να μην το κάνει’
ήταν το μόνο που μπορούσα.
Δυό χρόνια αργότερα
η θάλασσα την έφαγε.
Στην ακτή επάνω βρήκα μία παράξενη
μα όμορφη τροφή’
ρώτησα τη θάλασσα αν μπορούσα να τη φάω,
κι η θάλασσα είπε πως μπορούσα.
– Ω, θάλασσα, τι ψάρι είναι τούτο
τόσο γλυκό και τρυφερό;-
– Το πόδι της μητρός σου – η απάντησή της.
Θαλασσινή Ψαλμωδία | Gregory Corso, 1930-2001
μτφ: Γιάννης Τζώρτζης, Ιουλία Ραλλίδη
.
Το πρώτο σας ποίημα έφερε τον τίτλο Sea Chanty (Ασμα ναύτου). Πώς γίνατε ποιητής; «Είναι μια καλή ερώτηση για κάποιον σαν και μένα, γιατί δεν με έστειλαν ποτέ σε σχολεία, ποτέ δεν υπήρχαν βιβλία εκεί όπου ζούσα. Θέλω να πω, πρέπει να έζησα με οκτώ διαφορετικούς θετούς γονείς. Απλώς έπαιρναν τα χρήματα από το ορφανοτροφείο για να ζήσουν οι ίδιοι. Ηταν δεκαετία του ’30, η περίοδος μετά το κραχ. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν καμιά παιδεία. Τι είχα τότε στη ζωή; Τρία πράγματα: είχα το εδώ και τώρα που ήταν κόλαση· είχα όνειρα που ήταν θαυμάσια· και είχα φαντασία που ήταν μαγική. Οταν είσαι μόνος σου, οι καλύτεροι φίλοι σου είναι τα όνειρά σου και η φαντασία σου. Το εδώ και τώρα είναι αυτό που πρέπει να προσέξεις είναι επικίνδυνο».
Από αυτούς τους τρεις (Γκίνσμπεργκ, Κέρουακ, Μπάροουζ) ποιον γνωρίσατε πρώτα; «Τον Γκίνσμπεργκ. Γνωριστήκαμε σε ένα μπαρ. Μιλούσαμε για το γιατί γίνεται κανείς ποιητής. Το “γιατί”, πάντα το λέω, είναι το τέλος του Broadway. Απαντώ έτσι γιατί δεν υπάρχει “γιατί”. Ηταν η τριπλή σχέση της φαντασίας, του ονείρου και του εδώ και τώρα. Και μέσω αυτών το Sea Chanty προέκυψε κατά τρόπο περίεργο. Ο,τι πνίγεται στη θάλασσα επιστρέφει στο γιαλό. Δεν μου είπαν ποτέ τι απέγινε η μητέρα μου, οπότε υπέθεσα ότι προφανώς επέστρεψε στην πατρίδα [Ιταλία], όπου ήταν τσοπάνισσα για φαντάσου. Ζούσε σε μια σπηλιά. Μια 13χρονη τσοπάνισσα. Είχα γυναίκα των σπηλαίων για μάνα! Ερχεται λοιπόν σε αυτή τη χώρα και παντρεύεται αυτόν τον λεγόμενο πατέρα μου και δεν την ψέγω που την έκανε. Λάκισε και δεν την ξαναβρήκαν ποτέ. Οπότε η σκέψη στο μυαλό μου ήταν ότι, αν έβαλε πλώρη, πρέπει να επιστρέψει. Και υπέθεσα ότι δεν ήθελε να το κάνει, γιατί δεν αφήνεις ένα παιδί, το παιδί σου. Είπα λοιπόν: Η μάνα μου μισεί τη θάλασσα, και τη δική μου θάλασσα ιδιαίτερα. Την προειδοποίησα να μην το κάνει, το μόνο που μπορούσα να κάνω. Μετά από έναν χρόνο η θάλασσα την έφαγε. Αλλά τι έκανα; Την προειδοποίησα. Πώς της μετέδωσα την προειδοποίηση; Αυτό είναι ο ποιητής. Τότε γεννήθηκε το ποίημα. Ετσι το εκλαμβάνω. Την προειδοποίησα, μη με αφήνεις σ’ αυτό το γαμημένο βαρύ μπάχαλο!».