Οι πεταλούδες | Ε. Χ. Γονατάς, 1959

1
%25CE%25B5.%25CF%2587%2B%25CE%25B3%25CE%25BF%25CE%25BD%25CE%25B1%25CF%2584%25CE%25B1%25CF%2582%252C%2B%25CE%25BF%25CE%25B9%2B%25CF%2580%25CE%25B5%25CF%2584%25CE%25B1%25CE%25BB%25CE%25BF%25CF%258D%25CE%25B4%25CE%25B5%25CF%2582Reginald%2BCase%252C%2BSurvivor%2B1978
M. Cocosse, Escape, 2012                                                      Reginald Case, Survivor 1978
.

Μέσα σε κλουβιά ήτανε πεταλούδες τεράστιες, που πλήρωνες δυο τάλληρα και τους χάιδευες τα φτερά κι έμενε μια νυχτιά στην παλάμη σου η σφραγίδα του βελούδου τους, τα ωραία τους μαύρα-κίτρινα χρώματα και μια μυρωδιά γύρης μεθυστική.

Πιο πολύ στις γυναίκες άρεσε αυτή η διασκέδαση. Έρχονταν από μακριά, μόνο και μόνο για ν’ αγγίξουν τα πλατιά, πολύχρωμα εκείνα φτερά. Ύστερα τρύπωναν γύρω στα περιβόλια, κάθονταν κάτω απ’ τις μηλιές και, αδιαφορώντας για τα τραγούδια και τα καλέσματα των αμαξάδων, φιλούσαν, φιλούσαν με πάθος το χέρι τους που είχε αγγίξει την πεταλούδα.

 Ε. Χ. Γονατάς, Οι πεταλούδες, Η Κρύπτη, 1959

1 thought on “Οι πεταλούδες | Ε. Χ. Γονατάς, 1959

  1. Για φωτισμό χρησιμοποιώ μόνο πυγολαμπίδες.
    Έχω ειδικευμένους υπηρέτες που τις μαζεύουν
    μόλις νυχτώσει και στρώνουν μ' αυτές τους τοίχους
    του σπιτιού μου.
    Φως απαλό, ελαφρά πρασινωπό,λίγο τρεμουλιαστό
    που μπορώ στη λάμψη του να ξαναδιαβάσω
    -μαντεύοντάς τα- τα αγαπημένα μου βιβλία
    και να σφίξω στην αγκαλιά μου αυτή τη γυναίκα
    που δε θα γίνει δική μου ποτέ.

    Πυγολαμπίδες
    Πιερ Μπεττενκούρ
    (μτφ. Γονατάς , εκδ. Στιγμή)

    ΚΡΕΒΑΤΙ ΑΠΟ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ -Πιερ Μπεττενκούρ

    –Αν μ’ αγαπάτε αληθινά, της είπα, αποδείξτε το.
    –Τι πρέπει να κάνω, είπε εκείνη. Θαρρώ πως θα μπορούσα να μετακινήσω ακόμη και βουνά για να σας πείσω.
    –Θα είναι κάτι πιο απλό, της είπα, ακούστε: ετοιμάστε στο δωμάτιό σας ένα ωραίο κρεβάτι από τσουκνίδες, στρώστε το καλά, γδυθείτε και περιμένετέ με.
    Όταν μπήκα, ήταν όρθια, τα χέρια της ακόμη γαντοφορεμένα.
    –Βάλατε γάντια, είπα, απογοητευμένος.
    –Μα, είπε εκείνη, δεν μου είπατε…
    –Καλά, καλά, είπα, Κρατήστε τα. Κάντε τον κόπο να ξαπλώσετε.
    Αφέθηκε να πέσει στο κρεβάτι δίχως τσιριμόνιες.
    Ο τρόπος της μου φάνηκε παράξενος. Όσο για μένα, πήρα κάθε προφύλαξη για να αποφύγω τα τσιμπήματα και γλίστρησα εντέλει πάνω της, όχι χωρίς μια κάποια δυσκολία. Κάτω από τις τραχιές θωπείες των παλιών γαντιών έχασα γρήγορα κάθε έλεγχο. Παλέψαμε τόσο πολύ, τόσο καλά που οπωσδήποτε τα φύλλα που ήταν απλωμένα κάτω από την πλάτη της αναταράχτηκαν κι άρχισαν να τσιμπάνε. Σαν έφτασε η ηδονή, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω μου. Και μείναμε εκεί, να κυλιόμαστε ο ένας πάνω στον άλλο, πασχίζοντας για την καλύτερη θέση και βγάζοντας κραυγές έκστασης.
    Όταν κατάφερα να απελευθερωθώ, αυτή κοιμόταν ήδη.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *