Μες στο σκοτάδι | Hermann Broch, 1931 – 32

2
Μες στο σκοτάδι | Hermann Broch, 1931 - 32 / Οι Υπνοβάτες

”Μες στο σκοτάδι, διέκρινε αμυδρά το πρόσωπο της Ρουτσένα, μόνο που του γλιστρούσε, γλιστρούσε ανάμεσα στις σκοτεινές δασωμένες όχθες των μαλλιών και το χέρι του έπρεπε να το βρει, για να βεβαιωθεί ότι είναι εκεί, δίπλα του, βρήκε το μέτωπο και το βλέφαρο που από κάτω αναπαυόταν ο σκληρός βολβός του ματιού, βρήκε την ευφρόσυνη καμπύλη του ζυγωματικού και τη γραμμή του στόματος ανοιχτή στο φιλί.  Κύμα του πόθου που σκάει πάνω στο κύμα, το ρεύμα ορμητικό τον παρέσυρε και το φιλί του βρήκε το δικό της:
και ενώ οι ιτιές του ποταμού υψώνονταν και τέντωναν τα κλαδιά τους από την μια όχθη προς την άλλη, εκείνοι ένιωθαν προφυλαγμένοι στην μακαριότητα μιας σπηλιάς, που στην αναπαυτική της ηρεμία ησύχαζε η γαλήνη της αιώνιας λίμνης’ και ήταν, τόσο απαλά το είπε, νιώθοντας πως πνίγεται και δεν μπορεί πια να ανασάνει, αναζητώντας μόνο την ανάσα της, ναι, ήταν σαν μια απόμακρη κραυγή, ναι, τον άκουσε:
«Σ’ αγαπώ», κι άνοιξε έτσι που σαν κοχύλι της λίμνης ανοίχτηκε, κι εκείνος βυθίστηκε μέσα της πνιγμένος.”

Hermann Broch, Οι Υπνοβάτες, 1931 – 32  
(I -1888, Πάσενοβ ή ο Ρομαντισμός)
μτφ: Κώστας Κουντούρης

2 thoughts on “Μες στο σκοτάδι | Hermann Broch, 1931 – 32

  1. Αθήνα, Κυριακή πρωί 29 Σεπτεμβρίου 1940

    Μόλις τώρα πήρα το πρωινό μου και διάβασα τα γράμματά σου. Ανάσανα που ξέρω πως έρχεσαι την Παρασκευή. Δεν ξέρεις πως σε περιμένω. Γιατί αυτές τις τελευταίες μέρες σ' έχω φριχτά επιθυμήσει. Τι τα θέλεις, σε στερήθηκα όλο το καλοκαίρι και γιατί ήσουν μακριά και γιατί, ίσως μ' όλες αυτές τις ανόητες ιστορίες, και όταν ήσουν ακόμη κοντά μου, δεν σε είχα όπως θα το ήθελα- Όλο μου το σώμα πονεί από επιθυμία. Σκέφτομαι πως μπορεί να σε κρατήσω γυμνή απάνω μου και όλα τα άλλα χάνουνται, όπου και να βρίσκομαι, ό, τι και να κάνω. Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν ένα υπνοβάτη ή σαν ένα τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα μάτια κλειστά. Είμαι ελεεινά καυλωμένος, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πως να σε γαμήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα. Και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς.

    Γιώργος

    Υ.Γ. Γράψε μου δυό λόγια, μόλις λάβεις το γράμμα. Και μην ξεχνάς να γράφεις σωστά τη διεύθυνσή μου

    Τράπεζα, Τρίτη 1 Οκτωβρίου 1940.

    Τούτο να 'ναι το τελευταίο γράμμα. Ποιός αγέρας τράνταξε το κορμί σου; Δόξα το Θεό! Και βέβαια να μην γράψεις αλλιώς. Τη διεύθυνση την έγραψα λάθος; Ξέρεις, κατάλαβες ότι πήγα να χάσω τα λόγια μου τούτο τον τελευταίο καιρό; Ας αφήσω τις τραγικούρες, δεν σου πάνε. Το ξέρεις ότι, παρ' όλα αυτά, είσαι ένας ελεεινός χαριτωμένος άνθρωπος και πως πρέπει ακόμη να σε προσέξω πάρα πολύ για να σε μάθω; Έρχομαι…Φθάνω.

    Μαρώ

    Σεφέρης και Μαρώ / Αλληλογραφία Α 1936-1940 / επιμέλεια Μιχάλη Ζ. Κοπιδάκη / 1989

    .

  2. Αγγίζω το στόμα σου, με το δάχτυλό μου αγγίζω το περίγραμμα του σώματός σου, το σχεδιάζω σαν να το δημιουργεί το χέρι μου, σαν το στόμα σου να μισανοίγει για πρώτη φορά και αρκεί να κλείσω τα μάτια μου για να το σβήσω και να ξαναρχίσω να το φτιάχνω, και κάθε φορά κάνω να γεννιέται το στόμα που ποθώ, το στόμα που επιλέγει το χέρι μου και σχεδιάζει πάνω στο πρόσωπό σου, ένα στόμα επιλεγμένο ανάμεσα σε τόσα άλλα, επιλεγμένο με ηγεμονική ελευθερία από μένα για να το ζωγραφίσει το χέρι μου πάνω στο πρόσωπό σου και που από ένα γύρισμα της τύχης που δεν προσπαθώ να καταλάβω συμπίπτει ακριβώς με το στόμα σου που χαμογελάει κάτω από εκείνο που σχεδιάζει το χέρι μου.

    Με κοιτάς, με κοιτάς από κοντά, κάθε φορά και από πιο κοντά και τότε παίζουμε τον κύκλωπα, κοιταζόμαστε όλο και από πιο κοντά και τα μάτια μεγαλώνουν, πλησιάζουν το ένα το άλλο, κολλάνε το ένα στο άλλο και οι κύκλωπες κοιτιούνται, οι ανάσες τους μπλέκουν, τα στόματα συναντιούνται και παλεύουν ανόρεχτα, δαγκώνονται χείλια με χείλια, ακουμπώντας μόλις τη γλώσσα πάνω στα δόντια, παίζουν μέσα στον περίβολό τους όπου πηγαινοέρχεται ένας βαρύς αέρας με ένα παλιό άρωμα και μια σιωπή.

    Τότε τα χέρια μου θέλουν να βυθιστούν στα μαλλιά σου, να χαϊδέψουν αργά τα βάθη των μαλλιών σου ενώ φιλιόμαστε σαν το στόμα μας να είναι γεμάτο λουλούδια ή ψάρια, ζωηρές κινήσεις, σκοτεινή ευωδιά. Και όταν δαγκωνόμαστε ο πόνος είναι γλυκός κι όταν πνιγόμαστε μ’ ένα σύντομο και τρομερό ταυτόχρονο ρούφηγμα της αναπνοής, αυτός ο στιγμιαίος θάνατος είναι όμορφος. Και υπάρχει ένα και μόνο σάλιο, μια και μόνη γεύση από ώριμο φρούτο κι εγώ σε νιώθω ν’ ανατριχιάζεις απάνω μου όπως η σελήνη στο νερό.

    Χούλιο Κορτάσαρ / Tο Κουτσό / κεφ 7 /1963 / μτφ. Κώστα Κουντούρη

    .

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *