Θερινὸ Ἡλιοστάσι | Γιώργος Σεφέρης, 1966
Γιώργος Σεφέρης, Αγία Νάπα, Κύπρος, 1953.
Α´
Ο μεγαλύτερος ήλιος ἀπο τη μια μεριά
κι ἀπο την άλλη το νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στη μνήμη σαν ἐκεῖνα τα στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς της ζωής.
Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν και ἱδρώνουν
πάνω σε σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
και τούτη η γυναῖκα
που την εἶδες ὄμορφη, μια στιγμή
λυγίζει δεν ἀντέχει πια γονάτισε.
Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες
και γίνουνται ἄστρα.
Παραμονή της μακρύτερης μέρας.
Ε´
Ὁ κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικά σεντόνια
δεν ἔχει τίποτε ἄλλο να προσφέρει
παρα τοῦτο το τέρμα.
Στη ζεστή νύχτα
η μαραμένη ἱέρεια της Ἑκάτης
με γυμνωμένα στήθη ψηλά στο δῶμα
παρακαλᾷ μία τεχνητή πανσέληνο, καθώς
δυο ἀνήλικες δοῦλες που χασμουριοῦνται
ἀναδεύουν σε μπακιρένια χύτρα
ἀρωματισμένες φαρμακεῖες.
Αὔριο θα χορτάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τα μυρωδικά.
Το πάθος της και τα φτιασίδια
εἶναι ὅμοια με της τραγῳδοῦ
ο γύψος τους μάδησε κιόλας.
.
Στ´
Κάτω στις δάφνες
κάτω στις ἄσπρες πικροδάφνες
κάτω στον ἀγκαθερό βράχο
κι η θάλασσα στα πόδια μας γυάλινη.
Θυμήσου το χιτῶνα που ἔβλεπες
ν᾿ ἀνοίγει και να ξεγλιστρᾷ πάνω στη γύμνια
κι ἔπεσε γύρω στους ἀστραγάλους
νεκρός –
ἂν ἔπεφτε ἔτσι αὐτός ο ὕπνος
ἀνάμεσα στις δάφνες των νεκρῶν.
Θ´
Μιλοῦσες για πράγματα που δεν τα ῾βλεπαν
κι αὐτοί γελοῦσαν.
Ὅμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά·
να πηγαίνεις στον ἀγνοημένο δρόμο
στα τυφλά, πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο –
ἄφησε κι ας γελοῦν.
Και να ποθεῖς να κατοικήσει κι ο ἄλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ᾿ ἀφανισμένο τοῦτο παρόν –
ἄφησέ τους.
Ο θαλασσινός ἄνεμος κι η δροσιά της αὐγῆς
ὑπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.
Τώρα,
με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινοῦ πελάγου,
η γύμνια ὁλόκληρής της ζωῆς·
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα και το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
ὅλα γυρεύουν να καοῦν.
Ὅπως το πεῦκο καταμεσήμερα
κυριεμένο ἀπ᾿ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστᾷ πια την παιδωμή –
φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ὅ,τι πέρασε πέρασε σωστά.
Κι ἐκεῖνα ἀκόμη που δεν πέρασαν
πρέπει να καοῦν
τοῦτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ἥλιος
στην καρδιὰ του ἑκατόφυλλου ρόδου.
Γιῶργος Σεφέρης, Τρία κρυφά ποιήματα, 1966
Γιώργος Σεφέρης, Ασίνη, 1938
.
Also: