Ένας καλαμιώνας | Julio Cortázar, 1963
“Ανάμεσα σ’εμένα και τη Μάγα φυτρώνει ένας ολόκληρος καλαμιώνας από λέξεις, μόλις που μας χωρίζουν μερικές ώρες και μερικά τετράγωνα και ήδη ο πόνος μου ονομάζεται πόνος, ο έρωτάς μου ονομάζεται έρωτας… Όλο και πιο πολύ θα νιώθω λιγότερο και θα θυμάμαι περισσότερο, αλλά τι είναι η ανάμνηση αν όχι το ιδίωμα των αισθημάτων, ένα λεξικό που μέσα του είναι καταχωρημένα τα πρόσωπα και οι μέρες και τα αρώματα που επαναλαμβάνονται όπως τα ρήματα και τα επίθετα στην ομιλία, πλησιάζοντας ύπουλα το πράγμα καθεαυτό, θλίβοντας ή διδάσκοντάς μας με την υποκατάσταση ώσπου η ίδια μας η ύπαρξη να γίνει ένα υποκατάστατο, το πρόσωπο που κοίταζε προς τα πίσω ανοίγει διάπλατα τα μάτια του, το αληθινό πρόσωπο ξεθωριάζει λίγο-λίγο όπως στις παλιές φωτογραφίες και ο Ιανός είναι ξαφνικά οποιοσδήποτε από εμάς. Όλα αυτά τα λέω στον Κρέβελ, αλλά είναι με τη Μάγα που μιλάω τώρα που βρισκόμαστε τόσο μακριά. Και δεν της μιλάω με τις λέξεις που χρησίμευαν μόνο για μη συνεννοούμαστε, μα τώρα που είναι πια αργά αρχίζω να διαλέγω άλλες, τις δικές της, αυτές που είναι τυλιγμένες σ’ εκείνο που αυτή καταλαβαίνει και που δεν έχει όνομα: ρεύματα και αγωνιώδεις εντάσεις που κάνουν τον αέρα ανάμεσα σε δυο κορμιά να τρίζει και γεμίζουν χρυσόσκονη ένα σπίτι ή ένα στίχο.”
Julio Cortázar, Το Κουτσό, 1963