Οι γάτες των φορτηγών | Νίκος Καββαδίας, 1933

0
%25CE%259C%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25AF%25CE%25BD%25CE%25B1%2B%25CE%259A%25CE%25B1%25CF%2581%25CE%25B1%25CE%25B3%25CE%25AC%25CF%2584%25CF%2583%25CE%25B7%2B%25CF%2585%25CF%2580%25CF%258C%2B%25CF%2584%25CE%25BF%2B%25CF%2583%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2581%25CE%25B3%25CE%25B9%25CE%25BA%25CF%258C%2B%25CE%25B2%25CE%25BB%25CE%25AD%25CE%25BC%25CE%25BC%25CE%25B1%2B%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585%2B%25CF%2580%25CE%25BF%25CE%25B9%25CE%25B7%25CF%2584%25CE%25AE%2B%25CE%259D%25CE%25AF%25CE%25BA%25CE%25BF%25CF%2585%2B%25CE%259A%25CE%25B1%25CE%25B2%25CE%25B2%25CE%25B1%25CE%25B4%25CE%25AF%25CE%25B1.
Η Μαρίνα Καραγάτση με το γατάκι της υπό το στοργικό βλέμμα του ποιητή Νίκου Καββαδία.
Νίκη & Μ. Καραγάτσης, Επτά Ημέρες εφ.. Η Καθημερινή, Αθήνα 16. 4. 2000


for Runrun
 

Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ’ τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.

Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι’ αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.

Είναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ’ ένα αργό και ηδονικό σπασμό.

Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι’ αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.

Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ’ το μαύρο θάνατο μ’ αυτό.

Γιατί είναι τ’ άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ’ ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.

Λίγο πριν απ’ το θάνατο από τους ναύτες ένας,
-αυτός οπού ‘δε πράματα στη ζήση του φριχτά-
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μες στη θάλασσα την άγρια την πετά.

Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.

Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού, 1933

25CE259C25CE25B125CF258125CE25B125CE25BC25CF258025CE25BF25CF258D

Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού, 1933, α΄ έκδοση

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *