Στο κατάστρωμα του πλοίου | Arthur Schnitzler (1928)
John Constable, Rainstorm Over the Sea, 1824
”Αλλά περισσότερο απ’ τις χώρες και τις πόλεις που είδε, περισσότερο από το σπίτι με
τις τεράστιες τζαμαρίες και τα πολλά λουλούδια όπου ζούσε τώρα, μίλησε για τις
ώρες εκείνες που ήταν μονάχη στο κατάστρωμα του πλοίου, ανάμεσα στον ουρανό
και στη θάλασσα.”
”Καταλάβαινε ότι εκείνες οι στιγμές της μοναξιάς, του ονειροπολήματος, της
απομόνωσης, ήταν η βαθύτερη και ουσιαστικότερη εμπειρία στο ταξίδι της.”
”Εκείνο που είχε συμβεί μια μακρινή νύχτα, εκείνο που είχε αφήσει στη μέση γιατί
η επιθυμία της ήταν πιο δυνατή από τη θέλησή της, εκείνο που κρατούσε κρυμμένο και
δεν τολμούσε να το ανακαλέσει στη μνήμη της…ξαναζούσε μέσα της με τόση ένταση,
που το βίωνε σχεδόν σαν κάτι τωρινό. Ήταν μόνο λιγοστές λέξεις, περισσότερο ένας
ακατανόητος ψίθυρος.”
Arthur Schnitzler, Τερέζα, 1928
μτφ: Βασίλης Πατέρας
At the bottom of her heart, however, she was waiting for something to happen. Like shipwrecked sailors, she turned despairing eyes upon the solitude of her life, seeking afar off some white sail in the mists of the horizon.
She loved the sea for its storms alone, cared for vegetation only when it grew here and there among ruins. She had to extract a kind of personal advantage from things and she rejected as useless everything that promised no immediate gratification — for her temperament was more sentimental than artistic, and what she was looking for was emotions, not scenery.
Love, to her, was something hat comes suddenly, like a blinding flash of lightening – a heaven-sent storm hurled into life, uprooting it, sweeping every will before it like a leaf, engulfing all feelings.
― Gustave Flaubert / Madame Bovary / 1856
.