Η επιστολή του λόρδου Τσάντος | Hugo von Hofmannsthal, 1902
”Με δυο λόγια, η κατάσταση μου είναι αυτή: απώλεσα εντελώς την ικανότητα να σκέφτομαι ή να μιλώ για κάτι με κάποια συνοχή.
Πρώτα άρχισε να μου γίνεται αδύνατο να συζητώ για θέματα υψηλά ή γενικού ενδιαφέροντος και να φέρνω γι’ αυτό στο στόμα μου λέξεις που όλος ο κόσμος συνηθίζει φυσιολογικά να χρησιμοποιεί δίχως ενδοιασμούς. Ένιωθα δυσφορία ανεξήγητη ακόμα και να ξεστομίζω λέξεις όπως «πνεύμα», «ψυχή» ή «σώμα». Κάτι βαθιά μέσα μου με εμπόδιζε να διατυπώσω κρίσεις για τις υποθέσεις της Αυλής, τα γεγονότα του Κοινοβουλίου ή οτιδήποτε άλλο σας περνά απο το μυαλό. Κι αυτό όχι εξαιτίας κάποιων επιφυλάξεων, γνωρίζετε την ειλικρίνεια μου άλλωστε, που φτάνει ως την επιπολαιότητα, αλλά επειδή οι αφηρημένες λέξεις που με τρόπο φυσικό οφείλει να χειρίζεται η γλώσσα για να διατυπώσει οποιαδήποτε κρίση διαλύονταν στο στόμα μου σαν σαπισμένα μανιτάρια. ”
” ‘Ολα αυτά μου φαίνονταν εν γένει τόσο αναπόδεικτα, τόσο ψεύτικα, τόσο διάτρητα. Το πνεύμα μου με εξανάγκαζε να βλέπω όλα τα πράγματα που εμφανίζονταν σε τέτοιες συζητήσεις απο ανησυχητική εγγύτητα: όπως κάποτε είχα δει με μεγεθυντικό φακό ένα κομμάτι απο την επιδερμίδα του μικρού δακτύλου μου και μου είχε φανεί σαν οργωμένο χωράφι, με αυλάκια και λακκούβες, το ίδιο μου συνέβαινε και τώρα με τους ανθρώπους και τις πράξεις τους. Δεν κατάφερνα πια να τις συλλάβω με το απλουστευτικό βλέμμα της συνήθειας.
Όλα διαλύονταν μέσα μου σε κομμάτια, και τα κομμάτια σε καινούργια κομμάτια, και τίποτα δεν αφηνόταν να το περικλείσω σε μιαν έννοια. Οι λέξεις έπλεαν σκόρπιες γύρω μου’ έπηζαν και μεταμορφώνονταν σε μάτια που καρφώνονταν πάνω μου και με ανάγκαζαν κι εγώ να τα κοιτάζω’ στρόβιλοι είναι που με ζαλίζει να κοιτάζω μέσα τους, στρόβιλοι που στριφογυρίζουν ακατάπαυστα και μέσα απο τους οποίους φτάνεις στο κενό. ”
Η επιστολή του λόρδου Τσάντος, Hugo von Hofmannsthal, 1902
μτφ : Έφη Γιαννοπούλου
Κορίτσι: Γιατί δεν μιλάς;
Αγόρι: Ψάχνω την κατάλληλη ατάκα για να σε εντυπωσιάσω.
Κορίτσι: Ό,τι και να πεις καλό θα είναι.
Αγόρι: Αυγολέμονο.
[Drunk Sinatra, Κυριακή βράδυ]
.