Ο Κολοσσός του Μαρουσιού | Henry Miller (1941)

1

Ο Κολοσσός του Μαρουσιού | Henry Miller (1941)
Ο Κολοσσός του Μαρουσιού, Henry Miller, 1941                 Henry Miller & Γιώργος Κατσίμπαλης, 1939
.

CEA7CEADCEBDCF81CF85CE9CCEAFCEBBCEBBCEB5CF81CE9FCE9ACEBFCEBBCEBFCF83CF83CF8CCF82CF84CEBFCF85CE9CCEB1CF81CEBFCF85CF83CEB9CEBFCF8D”Το μικρό ταξίδι είναι για τον δειλό τόσο φοβερό όσο ένα μεγάλο ταξίδι για τον τολμηρό. Τα ταξίδια γίνονται μέσα μας, και τα πιο τυχοδιωκτικά, δεν είναι ανάγκη να το πούμε, πώς γίνονται χωρίς να το κουνήσεις από τη θέση σου.”


”Ποτέ δεν είχα δει παρόμοιο ουρανό. Μεγαλόπρεπος. Ένιωθα ολότελα αποσπασμένος από την Ευρώπη. Έμπαινα σ’ ένα νέο βασίλειο, σαν ελεύθερος άνθρωπος – τα πάντα είχαν συνωμοτήσει για να δώσουν σ’ αυτή την εμπειρία ένα χαρακτήρα μοναδικό και γόνιμο. Όμως, για πρώτη φορά, ήμουν ευτυχισμένος έχοντας πλήρη συνείδηση της ευτυχίας μου. Να σαι, απλά, ευτυχισμένος, δεν είναι κακό· να το ξέρεις πώς είσαι, είναι κάτι καλύτερο· μα να καταλαβαίνεις την ευτυχία σου, να κατέχεις το πως και το γιατί, και το νόημα της, να γνωρίζεις την αλληλουχία των γεγονότων που τη γέννησαν, και να εξακολουθείς νασαι ευτυχισμένος, ευτυχισμένος που είσαι και το ξέρεις, μα την πίστη μου, αυτό βάζει κάτω την ευτυχία, είναι η μακαριότητα, κι αν είχε κανείς έστω και λίγη κοινή αίσθηση, θα πρεπε να σκοτωνόταν  επι τόπου και να τελείωνε με μια καλή χτυπιά.”

”Αγαπώ το μονόλογο. Τον προτιμώ από το διάλογο, όταν είναι καλός. Είναι σα να παρακολουθείς κάποιον που γράφει ένα βιβλίο επίτηδες για σένα· το γράφει, το διαβάζει μεγαλόφωνα, το παίζει, το αναθεωρεί, το απολαμβάνει με ηδονή, το χαίρεται και τη χαίρεται τη χαρά σου· κ’ ύστερα το σκίζει και το σκορπάει στους τέσσερις ανέμους.”

 Henry Miller, Ο Κολοσσός του Μαρουσιού, 1941 ^

TheColossusofMaroussiHenryMillerinHydra”Ξεκινούσα το πρωί γυρεύοντας ορμίσκους και καινούργια περάσματα για να κολυμπήσω… Ήμουνα σαν το Ροβινσώνα Κρούσο στο νησί του. Ώρες ολόκληρες έμενα ξαπλωμένος στον ήλιο, μη κάνοντας τίποτα, χωρίς να σκέπτωμαι τίποτα. Να κρατάς το πνεύμα σου άδειο, είναι ένα κατόρθωμα και μάλιστα κατόρθωμα καλό για την υγεία. Να μην έχεις πει λέξη μια ολόκληρη μέρα, να μην έχεις δει εφημερίδα, να μην έχεις ακούσει ραδιόφωνο, μήτε κουτσομπολιό, ναχης αφεθεί απόλυτα, πλέρια, στην τεμπελιά, να είσαι απόλυτα, πλέρια αδιάφορος στη μοίρα του κόσμου, είναι η καλύτερη γιατρική. Σταλιά – σταλιά ξερνάς τη βιβλιακή σου κουλτούρα· τα προβλήματα λειώνουν και διαλύονται· οι δεσμοί κόβονται σιγά -σιγά’ η σκέψη, όταν καταδεχτείς να της δοθείς, γίνεται πολύ πρωτόγονη· το κορμί μεταμορφώνεται σ’ ένα καινούργιο, θαυμαστό όργανο· κοιτάζεις τα φυτά, τις πέτρες, τα ψάρια, με μάτια διαφορετικά· αναρωτιέσαι προς τι τόσες συμπλοκές και φρενιτικοί αγώνες…Πρέπει να μάθουμε να κάνουμε χωρίς τηλέφωνο, ραδιόφωνο κ’ εφημερίδες, μηχανές κάθε είδους, εργοστάσια, φάμπρικες, ορυχεία, εκρηκτικές ύλες, θωρηκτά, πολιτικούς, νομομαθείς, κονσέρβες, τρυκ, ακόμα και ξυριστικές λεπίδες και σελλοφάν, τσιγάρα και παράδες. Όνειρο, καπνός, βεβαιότητα.”

Henry Miller in Hydra,  1939 Photo by Giorgos Seferis ^
Henry Miller & Lawrence Durrell, Corfu (1939)  

millerdurrell corfu
”Προτιμώ τη βάση της Ακρόπολης από την Ακρόπολη την ίδια. Αγαπώ τα ερείπια των χαλασμάτων και το χάος, τη διάβρωση, την αναρχία του τοπίου…Ολόκληρη η βάση της Ακρόπολης μοιάζει ολοένα και περισσότερο μ’ έναν κρατήρα ηφαιστείου που οι αρχαιολόγοι συνωμότησαν ερωτικά να ξετυλίξουν και να τακτοποιήσουν κοιμητήρια τέχνης.”

”Έμεινα στην Ύδρα μερικές μέρες, κι ανεβοκατέβηκα χιλιάδες σκαλοπάτια, επισκέφθηκα σπίτια ναυάρχων, έκανα τάματα στους Αγίους που προστατεύουν  το νησί, προσευχήθηκα για τους νεκρούς, τους κουτσούς και τους τυφλούς στο εκκλησάκι που ήταν δίπλα στο σπίτι του Γκίκα, έπαιξα πινγκ – πονγκ, ήπια σαμπάνια, κονιάκ, ούζο και ρετσίνα, ξενύχτησα με μια μπουκάλα ουίσκι κουβεντιάζοντας με τον Γκίκα για τους καλόγερους του Θιβέτ, άκουγα τον Κατσίμπαλη, στη Ενάτη Συμφωνία των ταξιδιών του και των περιπλανήσεων του…Από την ταράτσα χαζεύαμε τη θάλασσα αποχαυνωμένοι. Το σπίτι είχε σαράντα δωμάτια…Τα μεγάλα έμοιαζαν με σαλόνια υπερωκεάνειου, τα μικρά με υγρές φυλακές, χτισμένες από θερμόαιμους πειρατές.”

 

”Οι καλύτερες ιστορίες που έχω ακούσει ήταν χωρίς θέμα, τα καλύτερα βιβλία, εκείνα που δεν θυμάμαι την υπόθεση, οι καλύτεροι άνθρωποι αυτοί που δεν βρίσκω άκρη μαζί τους. Αν και μου έχει συμβεί πολλές φορές, ποτέ δεν έπαψα ν’ απορώ, πως γίνεται  μερικοί άνθρωποι που δεν ξέρω να με ξεσηκώνουν, μόλις τους γνωρίσω, σ’ ένα ατέλειωτο ταξίδι, που δεν έχει ταίρι σε συγκίνηση και που μοιάζει μόνο με το βαθύ όνειρο στα μέσα της νύχτας.”

”Το τοπίο δεν υποχωρεί, θρονιάζεται μέσα στις ανοιχτές καρδιές μας, στρυμώχνεται, συσσωρεύεται, σε αφοπλίζει.””Γυρνάμε σαν τους δείκτες του ρολογιού ανάμεσα στα ερείπια χαμένων κόσμων, ανακαλύπτοντας καινούργια εργαλεία για την καταστροφή μας, ξεχνώντας την μοίρα και το ριζικό, μη γνωρίζοντας ούτε λεπτό ειρήνης, μη έχοντας ούτε δράμι πίστης, θύματα στις πιο μαύρες προκαταλήψεις, ζώντας ούτε με τα κορμιά ούτε με το πνεύμα, ενεργώντας όχι σαν υποκείμενα μα σαν μικρόβια ενός αρρωστημένου οργανισμού.”

”Ο κόσμος σπάνια πιστεύει αυτό που λέει. Ο καθένας που λέει  πως θα ήθελε πάρα πολύ να κάνει κάτι άλλο απ’ αυτό που κάνει ή να ήταν κάπου αλλού από εκεί που βρίσκεται, λέει ψέματα στον εαυτό του. Το να ποθείς δεν είναι το ίδιο  με το να επιθυμείς. Το να ποθείς είναι το να γίνεις αυτό που βασικά είσαι.”

Henry Miller, Ο Κολοσσός του Μαρουσίου, 1941 
μτφ: Ανδρέα Καραντώνη

1 thought on “Ο Κολοσσός του Μαρουσιού | Henry Miller (1941)

  1. Βλέποντας τους εραστές να κάθονται εκεί στο σκοτάδι πίνοντας νερό, να κάθονται εν ειρήνη και γαλήνη και να μιλούν σε χαμηλούς τόνους, μου έδιναν ένα υπέροχο αίσθημα για τον ελληνικό χαρακτήρα. Η σκόνη, η ζέστη, η φτώχεια, η ξεραΐλα, η διακριτικότητα των ανθρώπων και παντού το νερό, σε μικρά ποτήρια που στέκονταν ανάμεσα στα ήσυχα, ειρηνικά ζευγάρια, μου έδιναν την αίσθηση ότι υπήρχε κάτι το ιερό σε τούτο το μέρος, κάτι ζωογόνο, κάτι που τα συντηρούσε. Αυτή την πρώτη νύχτα περπάτησα γοητευμένος γύρω από το Ζάππειο. Παραμένει στη μνήμη μου όπως κανένα άλλο πάρκο απ' όσα ξέρω. Είναι η πεμπτουσία του πάρκου, εκείνο το κάτι που νιώθεις μερικές φορές όταν κοιτάζεις έναν πίνακα ή ονειρεύεσαι κάποιο μέρος όπου θα ήθελες να βρεθείς και ποτέ δεν το βρίσκεις. Ακόμα και το πρωί είναι όμορφα, όπως ανακάλυψα.
    Αλλά η νύχτα, που έρχεται από το πουθενά, όπου νιώθεις το σκληρό χώμα κάτω από τα πόδια σου και ακούς το βουητό μιας γλώσσας που σου είναι εντελώς άγνωστη, είναι μαγική- και ίσως είναι πιο μαγική για μένα επειδή τη φαντάζομαι γεμάτη από τον πιο φτωχό λαό στον κόσμο, και τον πιο ευγενικό.
    Χαίρομαι που ήρθα στην Αθήνα μ' εκείνο το απίστευτο κύμα καύσωνα, χαίρομαι που την είδα κάτω από τις χειρότερες συνθήκες. Ένιωσα τη γυμνή δύναμη των ανθρώπων, την αγνότητά τους, την ευγένειά τους, την καρτερικότητά τους. Είδα τα παιδιά τους, ένα θέαμα που με θέρμαινε, γιατί ερχόμενος από τη Γαλλία ήταν σαν ο κόσμος να μην είχε παιδιά, σαν να μην γεννιόνταν πια. Είδα ρακένδυτους ανθρώπους, και αυτό ήταν επίσης μια κάθαρση. Ο Έλληνας ξέρει πώς να ζει με τα κουρέλια του: αυτά δεν τον υποβιβάζουν καθόλου ούτε τον ρυπαίνουν, όπως σε άλλες χώρες που έχω επισκεφτεί.

    Henry Miller / Ο Κολοσσός του Μαρουσίου / 1941

    .

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *