Robert Doisneau, 1956 Robert Doisneau, Les Écolières, Alsace, 1945
Thomas Veres, Budapest, 1955 Netherlands, 1959
Berlin school children (1930s)
Toni Schneiders Ansel Adams, School Children, Manzanar, California, 1943
Robert Doisneau, Écoliers sur la route de Wangenbourg-Alsace, 1945
Eugeni Forcano, Barcelona, 1961 François Kollar, The school boys, Paris 1930s
Ilse Bing, Paris, 1952 Kostas Balafas, Greece, 1960
First day of school, 1949
![Instant Views [o.] On the Way to School | Photos by R. Doisneau / F. Kollar / I. Bing / K. Balafas / E. Forcano / T. Schneiders / A. Adams 14 Instant Views [o.] On the Way to School | Photos by R. Doisneau / F. Kollar / I. Bing / K. Balafas / E. Forcano / T. Schneiders / A. Adams Endre2BFriedmann](data:image/gif;base64,R0lGODlhAQABAAAAACH5BAEKAAEALAAAAAABAAEAAAICTAEAOw==)
Endre Friedmann (Robert Capa), On the way to school, 1964
Hey, Schoolgirl | Tom & Jerry (Simon & Garfunkel), 1957
![Instant Views [o.] On the Way to School | Photos by R. Doisneau / F. Kollar / I. Bing / K. Balafas / E. Forcano / T. Schneiders / A. Adams 15 Instant Views [o.] On the Way to School | Photos by R. Doisneau / F. Kollar / I. Bing / K. Balafas / E. Forcano / T. Schneiders / A. Adams Tom2Band2BJerry](data:image/gif;base64,R0lGODlhAQABAAAAACH5BAEKAAEALAAAAAABAAEAAAICTAEAOw==)
''Όταν ξημέρωνε το φως της μέρας πήγαινα στο σκολειό. Η θέση μου ήτανε στ' αριστερό θρανίο, πρώτη στην πρώτη σειρά. Τα παιδιά λέγανε: «είναι πλούσια». Αγαπούσα τα γράμματα κι ήξερα πάντα το μάθημά μου. Η δασκάλα μου 'λεγε:«εύγε». Τα παιδιά μουρμουρίζανε: «είδες για να 'ναι η πλούσια!». Κατάλαβα πως με σιχαινόταν. Όλο το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι μου, τί στενοχώρια… Τους έδινα τα γλυκά που μου 'βαζαν απ' το σπίτι μου για το διάλειμμα,«νά, πάρε πάρε», έλεγα, δεν άφηνα για μένα, τ' αρπούσανε με λαιμαργία, τα 'χωναν βιαστικά στο στόμα τους κι αμέσως φεύγανε από κοντά μου. Τους έλεγα να 'ρθουνε σπίτι μου ύστερ' απ' το σκολειό να παίξομε με τα παιχνίδια μου, είχα παιχνίδια πάντα με το σωρό. Τότε εκοιταζόντουσαν λοξά λοξά σαν τρομαγμένα κι ως να 'χανε παρμένη κάποια απόφαση κρυφή, αμίλητες, κουνούσαν όλες το κεφάλι τους προς τ' απάνω — καμιά ποτέ δε θέλησε να 'ρθεί… Λοιπόν εγύριζα κι εγώ στο σπίτι μου ύστερα απ' το σκολειό κι αφού δεν είχα με ποιον να τα παίξω τα 'σπαζα τα παιχνίδια μου. «Κακούργικο παιδί», λέγανε οι υπηρέτριες αναμεταξύ τους, «ποιος ξέρει τί θα γίνει σα μεγαλώσει. Μα τί να περιμένεις από τις πλούσιοι και τα παιδιά τους…». Κι έβγαζαν έτσι το άχτι τους για τα αφεντικά. Θα 'χανε βέβαια την ιδέα πως δεν καταλάβαινα τίποτα, ωστόσο εγώ, με τη μούρη μου ξαναμμένη κι ακριβώς τώρα για κείνο οπ' άκουγα, να πέφτω με λύσσα πιο μανιασμένη ακόμα απάνω στην κούκλα μου, κι εσκόρπιζα χάμω το πίτερο που 'τρεχε βρύση από την καταξεσκισμένη της κοιλιά.''
Μέλπω Αξιώτη / Δύσκολες νύχτες / 1938
.