Κατά Σαδδουκαίων | Μιχάλης Κατσαρός, 1953
Κατά Σαδδουκαίων
Πλήθος Σαδδουκαίων
Ρωμαίων υπαλλήλων
μάντεις και αστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου)
περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα.
Κραυγές απʼ τον προνάρθηκα του Ναού.
Απʼ τη φατρία των Εβιονιτών κραυγές:
Ο ψευδο-Μάρκελος να παριστάνει το Χριστό.
Διδάσκετε την επανάστασιν κατά του πρίγκηπος
Οι Χριστιανοί να ʽχουνε δούλους Χριστιανούς.
Η αριστοκρατία του Ναού να εκλείψει.
Εγώ απέναντι σας ένας μάρτυρας
η θέληση μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.
Τους ύπατους εγώ ανέδειξα στις συνελεύσεις
κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα
φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα
σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία
εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου –
η θέληση μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.
Τους άλλους απʼ την πέτρα και το τείχος μου
καθώς νερό πηγής τους είχα φέρει
η θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τʼ άλογα τους απʼ τον κάμπο μου•
δε μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα
τους υπάτους δεν άφηναν να πλησιάσω
σε μυστικά συμπόσια και ένδοξα
τη θέληση μου που την καταπατήσανε
τόσους αιώνες.
Τώρα κι εγώ υποψιάζομαι
όλο το πλήθος των αυλοκολάκων
όλους τους ταπεινούς γραμματικούς
τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα
λεγεωνάριους και στρατηλάτες
υποψιάζομαι τις αυλητρίδες τη γιορτή
όλους τους λόγους και προπόσεις
αυτούς που παριστάνουνε τους εθνικούς
τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκηπος
τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς
υποψιάζομαι συνωμοσία
νύκτα θα ρεύσει πολύ αίμα
νύχτα θα εγκαταστήσουν τη βασιλεία τους
νέοι πρίγκιπες με νέους στέφανους
οι πονηροί ρωμαίοι υπάλληλοι
του Αυτοκράτορος
ʽτοιμάζουνε κρυφά να παραδώσουν
να παραδώσουν τα κλειδιά και την
υπόκλιση τους.
Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέληση μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω.
Ξανθός όμορφος ο εχθρός του βασίλειου
Στις έξη και τριάντα στη Ρώμη
να μπαίνεις σαν έμπορας ή καμηλιέρης
μεταμορφωμένος σε συνοδό χρυσού
και άσημο επισκέπτη –
κι όμως στον κόρφο σου να φέρνεις μυστικά
γράμματα
του Δεκριανού ^ –
κι αμέσως να διαδίδεται στις αγορές
μέσα στα ανάκτορα
ότι κατέφθασε ένα πρόσωπο
ν’ ανατινάξει την πόλη.
Ύστερα ν’ ανεβαίνεις τα αξιώματα
στους διαδρόμους να σε σταματούν έντρομα
πρόσωπα
ο γραμματέας του αυτοκράτορος έμπιστα να ρωτά
να τερματίζεται η δεξίωσις
η φήμη να μεταφέρει το μπόι σου
να μεταφέρει τ’ άλογό σου –
ξανθός όμορφος ο εχθρός του βασίλειου
έχει χιτώνα πράσινο και κάτω το ξίφος
τα μάτια του αστραπές και συνωμοσία
περιπλανάται σε υγρές αυλές και μυστικά οπλοστάσια –
συγκάλεσε εκτάκτως Σύνοδο
κλείστε καλά τις εξώπορτες
ν’ ασφαλιστείτε.
Κι εσύ ήσυχα πάνω σε ξύλινα τραπέζια και
καπηλιά
να προετοιμάζεις την ένδοξη παρουσία –
όμως – να εκφυλίζεσαι μετά σε αγοραίο ρήτορα
να κεραυνώνεις τα πλήθη με λόγους
να ξεχνάς τον προορισμό σου
να ξεχνάς τ’ άλογό σου
να προσπαθείς να φτάσεις με υπομνήματα
τον αυτοκράτορα
να ζητάς πίστωση χρόνου
οι γραμματείς να σου απορρίπτουν
την αίτηση –
Πώς γίνεται τόσο εσύ να ξεπέσεις;
Η ένδοξη Ρώμη σε περίμενε τόσους αιώνες
σε προφητείες έλεγε τον ερχομό σου
κι εσύ αφομοιώθηκες;
Το σχήμα μου
Θα προσπαθήσω να δώσω το σχῆμα μου
ὅπως συντρίβεται σε δυο λιθάρια
θασκεφτῶ ὑπόχρεος ἀπέναντί σου
θα στήσω τη φοβερή ὀμπρέλα μου
με τις μπαλένες ἀπ᾿ το πρόσωπό μου
μαύρη ὑγρή ἀκατανόητη
ἀπ᾿ τον καιρό που ἤτανε ἀσπίδα
που ἦταν ταπεινό κυκλάμινο
και μια ρομφαία.
Θέλω να μιλήσω ἁπλά για την ἀγάπη
των ἀνθρώπων
και παρεμβαίνουν οἱ θύελλες
παρεμβαίνει το πλῆθος
το στῆθος μου
το τρομερό ἡφαίστειο που λειτουργεῖ
κάτ᾿ ἀπο πέτρες.
Τα φριχτά ἐρωτήματα παραμένουν ἐπίμονα
μαῦρα ὑγρά ἀκατανόητα
παραμένουν ἐπίσημα
σαν σαρτεβάλια.
Ὅσο ἀπ᾿ τις μικρές καλύβες να γελοῦν
ὅσοι οι χωρικοί να μπαίνουν στα ἐργοστάσια
ο πύργος μας καίγεται
θ᾿ ἀφήσουν ἐποχή οἱ ἔνδοξες μέρες
ὅλα τ᾿ ἀπόκρυφα χειρόγραφα θα ἐπιστραφοῦν
ἀπο σοφούς και μάντεις.
Μετά το θέμα μας χάθηκε.
Δεν ἔχομε τίποτα να σᾶς ποῦμε
ἔτσι που ὅλα προδοθήκανε
ἔτσι που ὅλα λύσαν τους ἁρμούς
απο πίστη σε πίστη
απο ὑπόγειο σε ὑπόγειο
απο πρόσωπο σε πρόσωπο
δεν ἔχομε τίποτα να σᾶς ποῦμε.
Βαθιά στις ρίζες του δέντρου σας
μαζί με τους τυφλοπόντικες
μαζί με τους καταποντισμένους πίθηκους
σε σκοτεινούς ὑποχθόνιους κρότους
ἀσθμαίνοντας μετατοπίζομαι
-ἀνακατωμένοι οι βρόγχοι-
βαθιά στα ξερά λιβάδια σας πέφτει καινούργια
ἀθόρυβη βροχή
ὅπου συντρίβει
ὅπου ἀνθίζει τα χέρια μας ἀπ᾿ τις δικές σας
πληγές
οπου γεμίζουν τ᾿ ἄδειά μας σταμνιά
κερί και μέλι.
Κάποτε θ᾿ ἀνεβοῦμε καθώς προζύμι
ο σιδερένιος κλοιός θα ραγιστεῖ
τα ὄρη σας ὅπως πυκνά σύννεφα θα χωριστοῦν
οἱ κόσμοι θα τρίξουν
στις ἔντρομες αἴθουσες οἱ ρήτορες θα
σωπάσουν
και θ᾿ ἀκουστεῖ η φωνή μου:
«Οι νέοι πρίγκιπες με σάλπιγγες και νέες
στολές
οἱ νέοι συμβουλάτορες οι νέοι παπάδες
οἱ πρόεδροι και τα συμβούλια και οἱ ἐπιτροπές
ὅλοι οι μάγοι προφεσόροι…»
Περιμένετε αὐτη τη φωνή.
Ἔτσι θ᾿ ἀρχίζει.
Η διαθήκη μου ~
Αντισταθείτε
σʼ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σʼ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί – εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σʼ αυτόν που χαιρετάει απʼ την εξέδρα ώρες
ατελείωτες τις παρελάσεις
σʼ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σʼ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σʼ όλα τʼ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σʼ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές στις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σʼ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σʼ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.
Θα σας περιμένω
Θασας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα ἀδιάφορος-
Δεν ἔχω πια τί ἄλλο να πιστοποιήσω.
Οι φύλακες κακεντρεχεῖς παραμονεύουν το τέλος μου
ἀνάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεῶνες.
Θα περιμένω τη νύχτα σας ἀδιάφορος
χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ἔνδοξες μέρες.
Πίσω ἀπο το χάρτινο κῆπο σας
πίσω ἀπο το χάρτινο πρόσωπό σας
ἐγωθα ξαφνιάζω τα πλήθη
ο ἄνεμος δικός μου
μάταιοι θόρυβοι και τυμπανοκρουσίες ἐπίσημες
μάταιοι λόγοι.
Μην ἀμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας θα ἔχει πολύ ξηρασία.
Υστερόγραφο
Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί
– καθώς διαβάστηκε –
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους.
Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο
εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν –
τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα
ποιος είναι αυτός που πνίγει.
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.
Κατα Σαδδουκαίων, Μιχάλης Κατσαρός, 1953
~“Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ‘Δημοκρατικός Τύπος’ λογοκριμένο από προοδευτικό διανοούμενο. Αναγκάστηκα να διαμαρτυρηθώ στο επόμενο φύλλο της ίδιας εφημερίδας με το Υστερόγραφο”. Μιχάλης Κατσαρός
“Σαδδουκαίοι”, οπαδοί Ιουδαϊκής αίρεσης η οποία ιδρύθηκε κατά τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνος, αντιπολιτευόταν (κατά τον 2ο αιώνα) τους φαρισαίους, ήσαν προσκολλημένοι στο γράμμα του νόμου, παραμελούσαν την προφητική διδασκαλία, απέρριπταν την παράδοση, και δεν παραδέχονταν την αθανασία της ψυχής και την ανάσταση των νεκρών. Τέλος, απέδιδαν μεγάλη σημασία στους τύπους των ιεροτελεστιών, και λάτρευαν την ευζωία και τις διασκεδάσεις.
^Δεκριανός: Σοφιστής με καταγωγή από την Πάτρα
Μιχάλης Κατσαρός (π.1921 – 1998)
Γεννήθηκε στην Κυπαρισσία. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφημερίδες και ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Πήρε μέρος στο Αλβανικό έπος, ως αεροπόρος. Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής έδωσε μάχες μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Βασανίστηκε άγρια, όταν τον παρέδωσαν συνεργάτες των Γερμανών στην Γκεστάπο.
Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος «Το Μπαρμπερίνικο καράβι» στα Ελεύθερα Γράμματα. Επίσης, στο ίδιο έτος -και στο ίδιο περιοδικό- δημοσίευσε, σε ελεύθερο στίχο, το ποίημα «Βγενιώ».
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: “Μεσολόγγι” (1949), “Κατά Σαδδουκαίων” (1953), “Οροπέδιο” (1956), “Σύγγραμμα” (1975), “Πρόβα και Ωδές” (1975), “Ενδύματα” (1977), “Αλφαβητάριο – Ποιήματα Α-Ω” (1978), “Ονόματα” (1980), “3Μ+3Μ:6Μ”, (1981), “4 Μαζινό” (1982) (β’ έκδοση 1996), “Μείον Ωά” (1985), “Ο πατέρας του ποιητή” (1986), “Κορέκτ, Φόβος Ποιητή” (1996), “Καζαμίας Ελλήνων” (1997). Ακόμα έχει δημοσιεύσει τα φιλοσοφικά κείμενα “Χρονικόν Μορέως” (1973), “Πας-Λακίς Michelet” (1983), “Σύγχρονες Μπροσούρες” (1977-78), “Το Κράτος Εργοδότης” (1978), “Αυτοκρατορική Πραγματικότητα” (1995) (δίγλωσση έκδοση) καθώς και το μυθιστόρημα “Οι Συλλέκται της Μονόχρα” (1980).
1 thought on “Κατά Σαδδουκαίων | Μιχάλης Κατσαρός, 1953”