Η μετατόπιση | Τέλλος Άγρας, 1921
.
Ξέρετε πότε βγαίνω έξω συχνά; Όταν ακριβώς θέλω να ξεχνώ. Όταν θέλω να κάμω κάτι και βλέπω πώς δεν μπορώ, και, απο τη μια η επιθυμία, απο την άλλη η αδυναμία, βάζουν την ψυχή μου σε μαρτύριο, τότε βγαίνω έξω και φεύγω… περπατώ άσκοπα, ζητώ εντυπώσεις, περιπέτειες… αλλάζω τραμ, περιπλανώμαι χωρίς να αισθάνομαι τίποτε, χωρίς να μ’ ευχαριστεί τίποτε· πολλές φορές ευρέθηκα έτσι στην εξοχή, και μεσημέρια και δειλινά και νύχτα, μεσάνυχτα, αλλά ούτε η εξοχή, ούτε η ώρα, ούτε η σιωπή μου έλεγαν τίποτε: ήταν μόνο, πως να περάσει ο καιρός, πως να φύγει ο χρόνος… και πολλές φορές έτεινα ικετευτικά χέρια προς την άπειρη σειρά των τηλεγράφων, που, ο ένας πίσω απ’ τον άλλο, έφευγαν προς την ερημιά, κατά μήκος των γραμμών του σιδηροδρόμου, σαν να ζητούσα να με πάρουν μαζί τους, προς κάτι νέο και άγνωστο, να σβήσουν απο μέσα μου όλην την παλιά μου ύπαρξη, να μου δώσουν μια καινούργια… Ήθελα τότε να φύγω μακριά απ’ τον εαυτό μου, να τον ξεχάσω, να ξεχαστώ, φεύγοντας ολοένα… Έτσι εννοώ, έτσι εξηγώ την μετατόπιση, τον μακρύ περίπατο, το ταξίδι. Εσείς μου ισχυρίζεσθε ότι ο περίπατος ίσα ίσα είναι για να ξαναβρίσκωμε τον εαυτό μας! Όμως άλλοτε εγώ έβρισκα τον εαυτό μου τόσο καλά, καθισμένος πολλήν ώρα σε κάποιο πεζούλι μπροστά σε καμιά γλάστρα, ή μπροστά σε κάποιο παλιό γραφείο, το βράδυ βράδυ, όταν οι κάμαρες έχουν τις γλυκύτατες εκείνες φωτοσκιάσεις και η ενατένιση τους μας γεμίζει απο βαθειά μακαριότητα… Α, να ξέρατε πόσο ωραίος ειν’ αυτός ο περίπατος, αυτή η έρευνα που κάναμε μέσα μας! Έχομε μέσα μας και τα φλεγόμενα αυτά δέντρα, κι’ εκείνα τα ολασημένια νερά, και τους παστρικούς ήσυχους δρόμους, και τα τρυγόνια, και τις ατρικύμιστες θάλασσες. Έχουμε ολόκληρους κόσμους μέσα μας, – άλλωστε η φύσις όλη δεν είναι, παρά μέσα μας· για όλους υπάρχει έξω φύσις, αλλά μέσα τους πόσο λίγοι την βλέπουν· κι όσοι αισθάνονται τη φύσι, δεν αισθάνονται τα άψυχα εκείνα πράγματα, που τους περιστοιχίζουν· αλλά την μουσικήν ανταπόκρισι που ξυπνούν στην ψυχή τους.
[…]
Επιμένω λοιπόν πώς ο τρόπος να βρούμε τον εαυτό μας είναι η περισυλλογή κι η ακινησία· αργεί να ‘ρθη, και την αντικρύζομε για μια στιγμή· αλλά μοιάζει με μια αστραπή, με μια φλόγα, με μια μεγάλη ευτυχία· σας βεβαιώ πώς χαρίζω όλους τους περιπάτους του κόσμου για μια τέτοια στιγμή· και τώρα δεν μου λείπουν κάπου κάπου οι τέτοιες στιγμές· είναι τις ώρες που μένω στο γραφείο μου, που σωπαίνω, που δεν ακούω τίποτα.
[23 Ιουνίου 1921]
.
Γιάννης Δάλλας, Ο Τέλλος Άγρας εξομολογείται
Η αλληλογραφία του με τη Μαρία Μακρή
2005