Tο δημιουργικό δαιμόνιο | Eπιστολή του Ε.Χ. Γονατά προς τον Νίκο Καχτίτση, 1962
Κηφισιά, 10 Αυγούστου 1962
μεσημέρι
Αγαπητέ μου κύριε Καχτίτση,
Σαν ενημερώνω επί του ακολούθου συμβάντος, που έλαβε χώρα στο γραφείο μου προ 2 ωρών.
Καθισμένος από τα χαράματα μπρος στο τραπέζι, προσπαθούσα εις μάτην να προχωρήσω ένα κομμάτι που είχα σχεδιάσει, αλλά δεν κατάφερα να το βγάλω πέρα εχθές. Είχα φθάσει σε σημείο μεγάλης απελπισίας, γιατί και δεύτερη μέρα στη σειρά πάλι αποτυχία θα ήταν θανάσιμο πλήγμα στο ηθικό μου. Σκεφτόμουν και τη δίκη ενός πελάτου μου λωποδύτου που διεξάγεται σήμερα το απόγευμα στις 6 και στην οποία είναι αδύνατον να μην παραστώ, εφ’ όσον έχω αναλάβει το βάρος της σε ανύποπτον χρόνο, πολύ προτού μπλέξω στα δίχτυα της συγγραφής.
Οπότε τη στιγμή ακριβώς που ο εκνευρισμός και η απελπισία μου είχαν φθάσει στο απροχώρητο και μου ερχόταν να γδαρθώ με τα ίδια μου τα χέρια, από τη θήκη των μελών μου, όπως ο Μαρσύας γδάρθηκε από τον Απόλλωνα ένας εκκωφαντικός θόρυβος, μια βροντερή κανονιά με τραντάζει κι αμέσως χώματα και πέτρες αρχίζουν να κατρακυλάνε στους ώμους μου, στο τραπέζι, στα χαρτιά μου, γύρω μου, παντού. Είχα ακούσει, είναι αλήθεια, από ώρα ένα ύπουλο τρίξιμο από ψηλά, αλλά νόμιζα πως θα ήταν κάποιο μαμούνι, από εκείνα που είναι μόνιμοι κάτοικοι του γραφείου μου και δεν έδωσα σημασία. Το ταβάνι τα 2/3 του ταβανιού για το οποίο και άλλοτε σας έχω ομιλήσει, ξεκόλλησε, υπεχώρησε και γκρεμίστηκε με πάταγο. Είναι θαύμα πώς γλύτωσα και δεν το έφαγα στο κεφάλι. Το γραφείο μου έγινε γης Μαδιάμ. Πίνακες ανετράπησαν, λάμπες έσπασαν, ανθογυάλια αναποδογύρισαν και θρυψαλλιάστηκαν, χαρτιά παρασύρθηκαν και ολόκληρο το πάτωμα, το ντιβάνι, οι βιβλιοθήκες, τα τραπεζάκια, τα πάντα καλύφθηκαν στη στιγμή από χονδρούς σοβάδες, χώματα και πέτρες.
Δε θα σας τα έγραφα όμως αυτά, γιατί είναι πράγματα όχι ασυνήθιστα, που συμβαίνουν αρκετά συχνά σε παμπάλαια και μετρίως συντηρημένα εξοχικά σπίτια όπως το δικό μου, εάν δεν συνέβαινε τούτο το αξιοπερίεργο. Αμέσως μόλις άκουσα τον τρομερό θόρυβο (και καθώς αντίκριζα γύρω μου τα πάντα να κείτονται σε ερείπια, ενώ από πάνω μου έβλεπα τις τεράστιες ανοιγμένες πληγές στον τσατμά του ταβανιού να δείχνουν ξεγυμνωνένο τον ξύλινο σκελετό του, απ’ όπου, μέσ’ απ’ τα κενά που άφηναν τα πηχάκια γλιστρούσε μαζί με το τελευταίο σύννεφο σκόνης ελεύθερο τώρα πια, το κίτρινο φως της σκεπής), ένιωσα μια απέραντη γαλήνη να απλώνεται μονομιάς στην ψυχή μου· το τεράστιο βάρος που με πλάκωνε είχε φύγει από το στήθος μου και αισθάνθηκα το δημιουργικό δαιμόνιο να σκιρτάει πάλι μέσα μου.
Πήγα στην κουζίνα, έψησα έναν καφέ, ξαναγύρισα στο γραφείο και χωρίς ν’ αγγίξω τίποτε απ’ ό,τι άγγιξε η καταστροφή, ανάμεσα και επάνω στα τρίζοντα ερείπια που με περιστοίχιζαν στρώθηκα με κέφι στη συνέχεια της δουλειάς μου για την οποία ήμουν πρωτύτερα ανίκανος με αποτελέσματα ανέλπιστα καλά.
Επειδή είσαστε άνθρωπος που αρέσκεσθε να ερευνάτε με πάθος τους μυστηριώδεις δαιδάλους της ανθρώπινης ψυχής και της δημιουργίας, γι’ αυτό έκρινα ότι δε θα ‘ταν άσκοπο να σας μεταδώσω άμεσα και νωπά το ως άνω μικρό περιστατικό με όλα τα υλικά και πνευματικά επακόλουθά του.
Με αγάπη
Ε.Χ. Γονατάς
Δημήτρης Παπαδίτσας, Να μου γράφεις, έστω και βαδίζοντας
Επιστολές στον Ε. Χ. Γονατά 1960-1965
Also:
Το ένδον | Δ. Π. Παπαδίτσας / Επιστολές στον Ε. Χ. Γονατά 1960-1965
Η μορφωμένη Αράχνη / γράμμα στον Ν.Γ. Πεντζίκη | Ε.Χ. Γονατάς, 1963
Θα μας διώξουν | Ε. Χ. Γονατάς / Μίλτος Σαχτούρης, 1963