Δῶσε στὴ σιωπὴ ἕνα τέλος | Søren Kierkegaard, 1843

2
%CE%A3%CE%B1%CE%AF%CF%81%CE%B5%CE%BD+%CE%9A%CE%AF%CF%81%CE%BA%CE%B5%CE%B3%CE%BA%CF%89%CF%81
 
 

” Σε προκαλῶ σε πάλη, ἔβγα, μην κρύβεσαι!”

” Ἀναθεματισμένη τύχη, σε περιμένω. Δεν θέλω να σε νικήσω με ἀρχές ή με ὅ,τι οι ἀνίδεοι
ὀνομάζουν χαρακτῆρα, όχι, ποίηση θέλω να σε κάνω. Δεν θέλω να εἶμαι ἓνας ποιητής για
τους ἄλλους, φανερώσου, σου γράφω ποιήματα και τα καταβροχθίζω στη σιωπή κι αὐτό
εἶναι η τροφή μου. Ἢ δεν με θεωρεῖς ἄξιο;”

”Έτσι κ’ εγώ ανάλαφρος, λεπτοντυμένος, εὐλύγιστος, ἄοπλος, ἀρνοῦμαι τον κόσμο.
Δεν κατέχω τίποτα, δεν θέλω τίποτα ποτέ, δεν ἀγαπώ τίποτα, δεν έχω τίποτα να χάσω,
αλλά γι΄ αὐτό εἶμαι τάχα ἀνάξιός σου;
Ἐσύ που τόσο κουράστηκες πιά ν’ ἁρπάζης ἀπο τους ἀνθρώπους ὅ,τι ἀγαποῦν,
δεν κουράστηκες απο φοβισμένους στεναγμούς και ικεσίες; Ξάφνιασέ με,
εἶμαι ἕτοιμος, τίποτ’ ἄλλο πιά, ἄσε να μονομαχήσουμε για την Τιμή!

Δεῖξε μου ἐκεῖνο το κορίτσι, δώσε μου μια δυνατότητα που να φαίνεται μπορετή,
δεῖξε μου στις σκιές τοῦ Ἅδη τη σκιά της, για να την κράξω ἐπάνω, μη ξέροντας
αν με μιση, αν μ’ ἀποφεύγη, αν μοῦ ἀντιστέκεται το σχῆμα της, ἂν ἀγαπᾶ κάποιον
ἄλλον, δεν φοβᾶμαι’ τάραξε το νερό, δῶσε, δῶσε στη σιωπή ένα τέλος΄ για να
διώξης ἀπο μέσα μου την πείνα, σπλαχνίσου με,
Ἐσύ που φαντάζεσαι πως εἶσαι, ἀπο μένα, πιο δυνατή.”

Søren Kierkegaard, Το ημερολόγιο ενός διαφθορέα, 1843
μτφ: Δημήτριος Μπέσκος

2 thoughts on “Δῶσε στὴ σιωπὴ ἕνα τέλος | Søren Kierkegaard, 1843

  1. [M’ αρέσεις όταν σωπαίνεις ]

    Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
    κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
    η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
    Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
    κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
    στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.

    Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
    έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ’ απ’ τα πράγματα,
    ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
    Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
    σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.

    Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενητειά.
    Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
    απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
    Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
    η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
    Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
    μες τη δική σου σιωπή.

    Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
    τη δικιά σου
    που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
    και που λάμπει σαν αστραπή.
    Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
    η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
    Απόμακρη και τοσηδά και απ’ αστέρια φτιαγμένη
    είναι η δικιά σου σιωπή.

    Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
    Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
    Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
    για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.

    Pablo Neruda / μτφ Γιώργος Κεντρωτής

    .

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *