Το θείο τραγί | Γιάννης Σκαρίμπας, 1933
”Ο κόσμος αργά˙τα πράγματα αφημένα στο πάει τους˙να δημιουργούνται οι ορίζοντες˙να γεννιέται -μούλος- ο χρόνος˙οι τόποι, οι εποχές να πηγαίνουνε. Ξέρετε πως περπατάνε στη γη; να, πηγαίνουν˙τίποτ’ άλλο˙πηγαίνουν σε προϋπαντάνε τα όρια σε ακολουθάν πίσω οι δρόμοι -οι πολιτείες- σου τραγουδάνε βαθιά. Έχει ένα χτύπο το χάος˙ έχει ένα σφυγμό το κενό˙και μόνο οι ώρες σωπαίνουν˙και μόνο οι καιροί δεν μιλούν. Η αιωνιότη σε κοιτάζει και σκέφτεται˙τα πλάτη, οι αποστάσεις, είναι αφιερωμένα στο βάδι σου˙”
”Να, γι’ αυτό γκιζιρνάμε. Μήτε σπείρουμε, μήτε θερίζουμε γιατί για μας είναι τα χούματα μπρούτζινα και νικέλινη η γη μας. Τα Έθνη, οι πολιτείες, οι τόποι, δεν έχουνε σύνορα στον δικό μας χάρτη και τα δυό ημισφαίρια μας πέφτουνε λίγα. Η ζωή μας δεν ανέχεται όρια. Εμείς ένα σύνορο ξέρουμε: της ζωής και του θανάτου· μια πατρίδα γνωρίζουμε: των σολών μας το πάτι. Είμαστε μείς οι πολίτες του άπειρου, κ’ έχουμε κ’ εμείς μια σφραγίδα: τον πάτο μας. Μ’ αυτήν σφραγίζουμε μεις τα πιστοποιητικά της τιμής των…”
”Λυπάμαι μόνο ό,τι είναι ακίνητο και άψυχο και δεν μπορεί να αισθάνεται.”
”Κι όμως την σκέφτομαν.
Φαντάζομαν το εύκορμο σώμα της, μες στην πλαστική συμμετρία του, κ’ εκείνη η ακινησία η άσπιλη των γυμνών αγαλμάτων, λυγίζονταν αρμονικά μες στο πνέμα μου. Μες σε μια νέα πόζα (στο βάθρο της) άλλαζε θέση και κορμοστασιά η Αφροδίτη. Νάτηνα — ανάτελνε! To μάρμαρο το πριν αναίστητο κι άμορφο έφρισσε ότι τέτοιο αχτινοβόλαε έκπαγλο κάλλος! Δε θε να τυφλώνομαν; Θυμήθηκα τον Τειρεσία που έχασε το φως, ιδόντας γυμνή την Παλλάδα! Μπρε-ουστ! κάνω μια και θυμήθηκα τον Σοπενάουερ που σιχαινόταν τους πυροβολισμούς και τις γυναίκες! Σιχαμερά όντα σκέφτηκα. Λεχώνες βρωμάν! Και επίμενα ότι είναι να ξερνάς… γκαστρωμένες!
Και βάλθηκα να τις ξανακοιτάξω ως τις παρίστανε ο αρχαίος —ημών— Ευριπίδης.
Σε μια ένθεη του κορμιού της ανάταση, στήριζε τ’ αγαλματώδικο μπόι της πάνω σε ολοφώτεινες κνήμες. Είχε τόνα της γόνα ημίσπαστο σ’ εξαίσιας μιας σφαιρικότητας κάμψη· είχε τους βραχίονές της ανάκλαστους, πάνω από διάγλυφτους ώμους. Ορθοί, τσιτωτοί, σεινάμενοι, οι μαστοί της εβάραιναν. Σαν δυο δίδυμες σφαίρες αλάβαστρου φουσκολογούσαν στο στήθος της. Σαν δυο κόνδυλοι ερεθισμένοι κ’ υπόμαυροι μούχρωναν των βυζιών της οι ρόγες. Μες στο κατάμαυρο από σκοτάδια φουστάνι της, υψώνονταν —στήλη φωτός— το κορμί της! Έβηξα. Η νύχτα δεν τέλειωνε. Οι άνθρωποι, ο Ευριπίδης, οι Λατινιστές κι ο Σοπενάουερ ας πάαιναν να φαν σκατά και κοκκόρους· οι τόποι, ο χρόνος, πατούσαν σαν θεότυφλα μέσα μου και τράβαγαν έναν δρόμο όλο φλούδες. Έσβεναν χειρονομώντας παράξενα στους κούφιους ουρανούς της ζωής μου…”
”Ένας αέρας φυσούσε κείνη τη νύχτα.
Η δημοσιά φιδοσέρνονταν ατέλειωτη – σαν μιαν αιωνιότη – στο κάμπο. Εβούιζαν οι καλαμιές κρύο έκανε.
Κι’ αυτός προχωρούσε.
Ήταν παραδομένος στο δρόμο του, σαν ο στραβός στο αιώνιο σκοτάδι· επήγαινε – όλο πήγαινε – σαν μια ψυχή μεσ’ στην ερημία του χρόνου.
Τον είχαν παρεξηγήσει οι ανθρώποι· η σκόνη τον είχε κάνει κατάσπρο, κι ο δρόμος – αχ θεέ μου – ο δρόμος ποτέ δε θα τέλειωνε. Δεν αιστάνονταν τίποτε· μήτε χαρά μήτε λύπη· αδιάφορος ήτανε κι’ ήσυχος· γιατί; μήπως δεν ήτανε η δημιουργία στη θέση της; ή μην είχε αντίρηση για το νόμο της έλξης; η σιωπή τον εγνώριζε, οι νύχτες τον ξέραν· ήταν της ερημιάς το λουλούδι.
Ο κόσμος αργά· τα πράγματα αφιμένα στο πάει τους· να δημιουργούνται οι ορίζοντες· να γεννιέται ο χρόνος· οι τόποι, οι εποχές να πηγαίνουνε. Ξέρετε πως περπατάνε στη γη; να, πηγαίνουν· τίποτ’ άλλο πηγαίνουν σε προϋπαντάνε τα όρια σε ακολουθάνε πίσω οι δρόμοι κι’ οι πολιτείες – σου τραγουδάνε βαθειά. Έχει ένα χτύπο το χάος· έχει ένα σφυγμό το κενό· και μόνο οι ώρες σωπαίνουν· και μόνο οι καιροί δε μιλούν. Η αιωνιότη σε κυτάζει και σκέφτεται· τα πλάτη, οι απόστασες, είναι αφιερωμένα στο βάδη σου· αναθυμιάζει μ’ ευλάβεια κάτ’ απ’ το βήμα σου η γη.
Έτσι πάνε· όλο ίσα και ντρίτα· άκρη άκρη στις σιδεροτροχιές, στα ποτάμια, άκρη-άκρη στους ωραίους γιαλούς· πάντα δημοσά κι’ όλο κάμπο· δεν ανεβοκατεβαίνουν οι δρόμοι, δεν παν οι στράτες λοξά· για σένα δεξά ή ζερβά να διαβαίνουν τα όρη, να εξελίσονται οι θάλασσες· η καμπύλη, η ευθεία, κι’ ο κόσμος αργά· η αιωνιότη πιστώνει. Η φυγόκεντρη δύναμη ας είναι ένα παραμύθι των κύκλων, και μόνο μια γραμμή κατακόρυφη νάσαι συ στις στροφές· έτσι· όπως πάνε οι δρόμοι μονάχοι τους, όπως στέκουν τα βράχια.
Κι’ αυτός προχωρούσε. ”