Το Βάραθρο | Ε. Χ. Γονατάς, 1963

1
25CE25A425CE25BF2B25CE259225CE25AC25CF258125CE25B125CE25B825CF258125CE25BF
Το Βάραθρο, Ε. Χ. Γονατάς, Πρώτη Ύλη, 1963                  Ε. Χ. Γονατάς 
.

Τα μήλα

Περπατώ στο χωριό με τα παλιά μισογκρεμισμένα του σπίτια. Τα πιο πολλά, για παραθυρόφυλλα έχουνε κόκκινους μπερντέδες και καθώς ο άνεμος τους σηκώνει κάθε τόσο, φανερώνονται από μέσα καπνισμένα δοκάρια. Σ’ ένα μπαλκόνι με ωραία σκαλισμένα κάγκελα, στέκεται μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά και μακρύ φόρεμα· το χρώμα του θυμίζει βατόμουρα. Στο λαιμό της για μαντήλι φοράει ένα ολοκαίνουργιο πράσινο χαρτονόμισμα, πιασμένο με μια καρφίτσα που το ρουμπίνι της λάμπει σαν χοντρός κόμπος αίμα. Είναι σκυμμένη στη γλάστρα της και την ποτίζει τραγουδώντας. Έχει γλυκιά κι απαλή φωνή· κάθομαι δακρυσμένος και την ακούω. Για μια στιγμή οι ματιές μας συναντιούνται και μου γνέφει πως θέλει κάτι να μου δώσει. Απλώνω τα χέρια μου – όπως μου δείχνει – αγκαλιά. Κι αρχίζει να μου ρίχνει, βγάζοντας μέσ’ απ’ το φουστάνι της που τα είχε κρυμμένα, μήλα ζεστά, όπως αυτά που πουλάνε στα πανηγύρια, ψημένα σε μικρούς χωματένιους φούρνους, πασπαλισμένα με άχνη ζάχαρη και καρφωμένα ύστερα, σαν κεφαλάκια μωρών, πάνω σε μακριά ξύλα με πολλά παρακλάδια.

Το σπαθί

Σύρθηκα στα στενά μουχλιασμένα λαγούμια, βαθιά μες στη γη. Το σπαθί αυλακώνοντας τα σκοτάδια, προχωρούσε κατά πάνω μου απειλητικό. Έκλεισα τα μάτια κι είπα μια μικρή προσευχή, όλη-όλη δυο λόγια. Που περίσσευε τόπος να κάνω το σταυρό μου, έτσι που ήμουν σφηνωμένος σαν την ψίχα μέσα στο ξύλο του κλώνου.
Περάσανε στιγμές τραγικής αγωνίας. Το λαγούμι αντηχούσε ως πέρα τους χτύπους της καρδιάς μου. Δειλά-δειλά ξανάνοιξα τα βλέφαρα.
Δεν μπορούσα να πιστέψω τα μάτια μου. Μια στραφτερή δέσμη φωτός, ολόιδια με το σπαθί που είδα, χυνόταν απ’ την τρύπα στο βάθος. Γύρω στο άνοιγμα θροΐζανε λουλούδια.
Άρχισα να γελώ και να κλαίω, βγάζοντας άναρθρες κραυγές όπως τ’ αγρίμια.

Η άρκτος

Εις εκ Μαλάτιας χωρικός, ονόματι Μαχμούτ Τζεϊλάν, μεταβάς εις πυκνόν δάσος έκοψε ξύλα, τα οποία και εφόρτωσεν επί του υποζυγίου του. Εις ένα όμως σημείον του δάσους ανετράπη το φορτίον και ο χωρικός ήρχισε να τα φορτώνη δια δευτέραν φοράν.
Αίφνης παρουσιάσθη τεραστίων διαστάσεων άρκτος, η οποία, αφού τον περιειργάσθη επ’ ολίγον, τον επλησίασε και ήρχισε να τον βοηθή εις την φόρτωσιν.
Περισυνέλεγε τα διεσκορπισμένα ξύλα και τα παρέδιδεν εις τον ξυλοκόπον, ο οποίος τα παρελάμβανε με δικαιολογημένην ψυχικήν οδύνην και τα ετακτοποίει επί του υποζυγίου.
Όταν έληξεν η φόρτωσις, το θηρίον εκινήθη δια να απομακρυνθή, όπως και ο δυστυχής Μαχμούτ προς αντίθετον κατεύθυνσιν. Πριν όμως προχωρήση, αντελήφθη έντρομος να τρέχη κατόπιν του η άρκτος. Η αγωνία του απεκορυφώθη και από στιγμής εις στιγμήν ανέμενε το τέλος του. Με έκπληξιν όμως είδεν ότι το θηρίον τον επρόλαβε δια να του παραδώση ένα μικρόν ξύλον, που είχε λησμονηθή εις τον τόπον της φορτώσεως.
Εν συνεχεία η άρκτος απεμακρύνθη ησύχως.

Η Άνοιξη

Ανέβηκα τα σκαλοπάτια τα λαξεμένα σε ψηλούς βράχους και βγήκα στο οροπέδιο που απλωνόταν μπροστά μου σαν τεράστιο αυτί. Πέρα οι λόφοι κολυμπούσαν στο φως κι είχαν το χρώμα που παίρνουν τα σφαχτάρια στο τσιγκέλι. Όπου κι αν γυρνούσα τα μάτια έβλεπα ξερή λάσπη, σκασμένη. Ούτε πράσινο φύλλο, ούτε λουλούδι, ούτε μια μέλισσα. Κι ο αέρας μύριζε βαριά σαν να ‘βγαινε από άδειο πιθάρι.
Καθώς περπατούσα μου φάνηκε πως άκουγα να τρέχουνε νερά, βαθιά σε υπόγεια λούκια. Κόλλησα χάμω τ’ αυτί μου κι άκουσα καθαρά μαζί με τα νερά που γλουγλουκίζανε κι ένα ανάλαφρο θρόισμα.
Βγάζω από την τσέπη το μαχαίρι μου, το μπήγω στη γη —το ‘νιωσα να χώνεται όπως στο κρέας ενός μεγάλου ψαριού— κι αρχίζω να τη χαράζω, να τη σκίζω φέτες φέτες, τραβώντας με δύναμη τη σκληρή κρούστα που τη σκέπαζε.
Και τότε, τι θαύμα! Χιλιάδες μπουμπούκια και λουλούδια με τσαλακωμένα πέταλα, άσπρες, ρόδινες και μαβιές ρίζες, αμέτρητα σπαθωτά φύλλα, μαμούνια, σερσέγκια με σουβλερές μύτες, θαλασσοπράσινες κρεατόμυγες, χρυσαλλίδες και πεταλούδες με διπλωμένα φτερά, αποκαλύφθηκαν ολόκληρος κοιμισμένος κόσμος, που οι αχτίνες του ήλιου σιγά σιγά τον ζέσταιναν, τον ξεμούδιαζαν, τον ξυπνούσαν από τη νάρκη του.
Το γρασίδι, σγουρό, ψήλωνε τρίζοντας ολόγυρά μου. Ο αέρας μοσκοβολούσε. Ένα πουλί βγήκε απ’ τον κρυψώνα του, τίναξε τα χώματα απ’ τις φτερούγες του και μου είπε: «Ακόμα λίγο, κι η άνοιξη αυτό το χρόνο θα ‘μενε κρυμμένη στη γη».

Το Βάραθρο, Ε. Χ. Γονατάς, 1963

Ε. Χ. Γονατάς

”Δεν κατασκευάζω όνειρα. Δεν είμαι “ονειροποιός”. Ό,τι γράφω, είναι βιωμένο. Και το φανταστικό στοιχείο που βλέπουν στο έργο μου είναι στην ουσία το παράλογο, έχει σχέση με τον διχασμό της πραγματικότητας.”

”Δεν είμαι του φανταστικού συγγραφέας… δεν είμαι συγγραφέας ούτε του εξαιρετικού, είμαι συγγραφέας της εξαίρεσης.”

”Εγώ έψαχνα το μοντέρνο μέσα στο παλιό”, ”Εζησα, ταξίδεψα, δημιούργησα ένα αισθητικό περιβάλλον. Ξέρω πως έχω κάνει ελάχιστα, αλλά είναι αληθινά.”

Συνέντευξη στην Αναστασία Νατσινά, Διαβάζω 2003

”Εγώ δεν είμαι λογοτέχνης, είμαι καλλιτέχνης…δεν είμαι ποιητής αλλά έχω ποιητική συνείδηση… δεν μ’ αρέσει το εγκεφαλικό στην τέχνη αναζητώ το διφορούμενο… το όνειρο είναι η πραγματικότητα από την ανάποδη…”

Συνέντευξη στη Μικέλα Χαρτουλάρη, Τα Νέα 04.06.94

Ο Επαμεινώνδας Γονατάς 1924-2006 γεννήθηκε και έζησε στην Αθήνα. Η καταγωγή του ήταν από το Αϊβαλί. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και άσκησε τη δικηγορία. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1944 με τη δημοσίευση του ποιήματος “Η μικρή εξοχική μας πόλη” στο περιοδικό “Παλμός” με το ψευδώνυμο Ε. Γόνης. Ακολούθησε το 1945 η έκδοση του αφηγήματος “Ο ταξιδιώτης”. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα εξέδωσε τη συλλογή ποιητικών πεζών “Η κρύπτη”.

Συνεργάστηκε με τον Δ. Π. Παπαδίτσα στην έκδοση του βραχύβιου περιοδικού “Πρώτη Ύλη”(1959–1961) και ανέπτυξε φιλίες με καλλιτέχνες όπως οι Νίκος Εγγονόπουλος, Νίκος Καχτίτσης και Μίλτος Σαχτούρης.

1 thought on “Το Βάραθρο | Ε. Χ. Γονατάς, 1963

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *