Ο Καραγκιόζης | Το Θέατρο Σκιών στην Ελλάδα
Η Καταγωγή
Διαφορετικοί θρύλοι έχουν διαμορφωθεί σχετικά με την καταγωγή του Καραγκιόζη. Η ανάπτυξη του Θεάτρου Σκιών στην Ινδία, σημειώνεται γύρω στα 200 π.Χ. Στην Κίνα εμφανίζεται γύρω στα 200 μ.Χ. Σύμφωνα με το θρύλο, ο αυτοκράτορας της δυναστείας των Han, Wu, έχασε τη γυναίκα του και έπεσε σε κατάθλιψη, ο αυλικός του Qu Yuan θέλοντας να τον παρηγορησει, έφτιαξε τη μορφή της αυτοκράτειρας σε φιγούρα του θεάτρου σκιών προβάλλοντας τη σκιά της σ’ένα πανί.
Ως θέαμα ξεκίνησε αρχικά ως απεικόνιση του κόσμου των νεκρών, κυρίως στη Σιγκαπούρη, την Ταϊλάνδη, το Λάος, το Μπαλί, τη Μαλαισία, την Καμπότζη, την Ινδονησία και την Ιάβα. Στην Κίνα το θέατρο σκιών είχε θρησκευτικό χαρακτήρα. Οι παίκτες ήταν παπάδες, οι νταλαγκ, όπως τους ονόμαζαν. Τα έργα και οι φιγούρες, παρμένες από τη θρησκευτική λατρεία τους ήταν θεότητες, ή Δράκοι. Αργότερα έπαψε να είναι αποκλειστικά θρησκευτική τέχνη, και οι φιγούρες, απέκτησαν ανθρώπινη μορφή και κίνηση.
«Η πρώτη ιδέα του Καραγκιόζη οφείλεται όχι εις τους Πουπάτσι, τους παλαιότερους γελωτοποιούς της Ιταλίας, αλλά μάλλον εις τους Άραβας, τον Χαγιάλ, τον άραβα γελωτοποιό, και τον σεταρέ (μπερτέ), τα οποία εκθειάζουν οι Άραβες συγγραφείς του ΙΓ αιώνος.» José Rizal, εφημ. ”Παναθήναια”
Σύμφωνα με ένα άλλο θρύλο, ο Hacivat και ο Karagöz συμμετείχαν στην κατασκευή ενός τζαμιού για τον σουλτάνο Ορχάν Ι (1326-59), ο πρώτος ως επιστάτης και ο δεύτερος ως εργάτης. Οι διάλογοι των δύο ανδρών ήταν τόσο διασκεδαστικοί ώστε οι υπόλοιποι εργάτες σταματούσαν την εργασία τους και τους παρακολουθούσαν. Όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε την καθυστέρηση των εργασιών, διέταξε το θάνατο του Karagöz και του Hacivat. Αργότερα μετάνιωσε για την πράξη του και ο Şeyh Mehmet Küşteri δημιούργησε τις φιγούρες των δύο ηρώων με σκοπό να παρηγορήσει τον σουλτάνο.
Ένας άλλος θρύλος για τον Καραγκιόζη αναφέρεται στην ιστορία ενός έλληνα από την Υδρα, του Γ. Μαυρομάτη και τοποθετείται χρονολογικά περίπου τον 18ο αιώνα. Ο Μαυρομάτης, λέγεται ότι ήλθε στην Τουρκία από την Κίνα με το θέατρο σκιών του. Αποφασίζοντας να εγκατασταθεί πλέον μόνιμα στην Πόλη, προσάρμοσε τόσο τη ζωή του όσο και το θέατρό του στα ήθη των τούρκων και ονόμασε τον πρωταγωνιστή του Καραγκιόζ, που στα τούρκικα σημαίνει μαυρομάτης.
Σαν δρώμενο των μουσουλμανικών μοναχικών ταγμάτων, το Θέατρο Σκιών έστησε το τσαντήρι του στα μοναστήρια, στους τεκέδες, αλλά και στα εργαστήρια των βιοτεχνών του Παζαριού. Το Τούρκικο Θέατρο Σκιών απευθυνόταν σε ενήλικες άντρες και παιζόταν σε καφενεία. Βέβαια ο Karagioz, που είχε έναν τεράστιο φαλλό, αυτόν που στην Ελλάδα έγινε τεράστιο χέρι. «Ο Καραγκιόζης εις την Τουρκίαν είναι υποκριτής του Τουρκικού θεάτρου το οποίον παριστάνεται εις καιρόν ρεμεζανίου, όστις κρυμμένος όπισθεν της σκηνής, χωρίς δι’ όλου να φαίνεται, δι’αναισχύντων λόγων παριστάνει ασυρράπτους ομιλίας.» ”Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος”, Δεκέμβριος 1827
O Καραγκιόζης στην Ελλάδα
Η παλαιότερη μαρτυρία για παράσταση Καραγκιόζη στον ελλαδικό χώρο χρονολογείται το 1809 και την τοποθετεί στην περιοχή των Ιωαννίνων. Αφορά παράσταση στην τουρκική γλώσσα, όπως περιγράφεται από τον ξένο περιηγητή John Hobhouse, την οποία παρακολούθησε και ο λόρδος Byron. Παράσταση Καραγκιόζη αναφέρεται και από τον διπλωμάτη François Pouqueville στο έργο του Voyage dans la Grèce που εκδόθηκε το 1820. Οι πρώτοι Καραγκιοζοπαίχτες στα Ιωάννινα ήταν Αθίγγανοι και Εβραίοι. Η παράδοση αναφέρεται στην ιστορία του Ζακόμπ που δημιουργεί ένα θέατρο με φιγούρες από χαρτόνι που πηγαινοέρχονται πίσω από ένα άσπρο πανί που φωτίζεται εσωτερικά, με θέμα τα σκάνδαλα της αυλής του Αλή Πασά, όπου στο Σαράι του παιζόταν τούρκικος Καραγκιόζης. Το θεατρικό θέαμα διαδόθηκε και άρχισε έκτοτε να παίζεται στην ελληνική γλώσσα, διατηρώντας τα ίδια τεχνικά χαρακτηριστικά, διαμορφώνοντας όμως παράλληλα περιεχόμενο αντλημένο από την ελληνική παράδοση.
Οι καραγκιοζοπαίχτες της εποχής ήταν πολύγλωσσοι, έπαιζαν στα τουρκικά, στα αρβανίτικα, εβραϊκά, ελληνικά. Παιζόταν, βέβαια, στην ελληνική γλώσσα αλλά αποτελούσε θέαμα ακατάλληλο, χυδαίο ενώ τα βασικά του στοιχεία ήταν τούρκικα. Επρόκειτο άλλωστε για θέατρο που περιόδευε από περιοχή σε περιοχή ξεκινώντας κυρίως από την Πόλη. Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που περιόδευαν στον ελληνικό χώρο ήταν και ο Γιάννης Μπράχαλης ή Βράχαλης, ο οποίος το 1860 έφερε τον καραγκιόζη από την Κωνσταντινούπολη στον Πειραιά. Στα 1841 στο Ναύπλιο , στην εφημερίδα ‘Ταχύπτερος Φήμη’, όπου αναφέρεται μια παράσταση καραγκιόζη στην τότε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. «Την 21 του παρόντος, θα παρουσιαστεί εις Ναύπλιον η κωμωδία του Καραγκιόζη, έχουσα αντικείμενον τον Χατζ-Αββάτην και Κουσζούκ-Μεϊμέτην» «Διαρκούσης της τελετής ο Κουτσουτζούκ-Αντρίας έπαιζε το κουμουζουλουπέ μασκαρατζίκ με το κύμβαλον κατά Κουκουζέλην, εξομοιούμενον με την δυωδίαν της Νόρμας».
Στην εφημερίδα ‘Αθήνα’, αναφέρεται παράσταση Καραγκιόζη στα 1854 σε συνοικία της Πλάκας. «Την εν τισιν καφενείοις παράστασιν του λεγόμενου Καραγκιόζη»,«αισχρών και ασέμνων πράξεων σκηναί παρίστανται δια των νευροσπάστων εις τα βωμολοχικά τοιαύτα των Ασιατών θέατρα», «απειράριθμον πλήθος διαφόρων παίδων, και πολλοί μάλιστα εκ των μαθητών των γυμνασίων και των σχολείων μας, δεν παύουσι συχνάζοντες εις αυτά καθ’εσπέραν αδιακόπως». Ο Γιάννης Μπράχαλης έπαιζε σε τον τούρκικο Καραγκιόζη σε συνοικιακά καφενεία στην Αθήνα. O οθωμανικός Καραγκιόζης μετά τα μέσα του 19ου αιώνα σταμάτησε σχεδόν να παίζεται στην Αθήνα, είτε λόγω των αστυνομικών απαγορεύσεών του ως άσεμνου θεάματος είτε επειδή τον εξοβέλισε η εισβολή των καφέ σαντάν, κατέφυγε όμως στα μικρά λιμάνια, τον Πειραιά, την Πάτρα, τη Σύρα. Ο Πατρινός ψάλτης Δημήτριος Σαρδούνης, γνωστός με το ψευδώνυμο Μίμαρος ήταν αυτος που έδωσε στον Καραγκιόζη την καθαρά ελληνική μορφή του τη δεκαετία του 1890.
Ο Μίμαρος φυλακίστηκε αρκετές φορές λόγω των φιλοαναρχικών ιδεών του και των φιλικών σχέσεων που διατηρούσε με κάποιους αναρχικούς όπως τον Δημήτρη Μάτσαλη. Πέθανε 37 ετών αλκοολικός, με ταραγμένα τα νεύρα του. Το έργο του συνέχισαν οι τρεις βοηθοί και μαθητές του, Γιάννης Ρούλιας, Μέμος Χριστοδούλου και Θόδωρος Θεοδωρέλλος.
Το 1924 ιδρύεται στην Ελλάδα το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαικτών που αποτελείτο από 120 μέλη, μαθητές του Μίμαρου, του Ρούλια και του Μέμου.
Ιδρυτές του Σωματείου ήταν οι γνωστοί παλιοί καλλιτέχνες του θεάτρου σκιών, Σωτήρης Σπαθάρης και Αντώνης Παπούλιας ή Μόλλας.
Από τους πιο γνωστούς καραγκιοζοπαίκτες και μέλη του Σωματείου ήταν οι: Ανδρέας Αγιομαυρίτης, Γιάννης Μώρος, Μάρκος Ξανθάκης ή Ξάνθος, Κώστας Νταμαδάκης, Χρήστος Χαρίδημος, Παναγιώτης Μιχόπουλος, Γιάννης Παπούλιας, Σπύρος Κούζαρος, Βασίλης Αγαπητός, Ντίνος Θεοδωρόπουλος, Βασίλης Αγαπητός, Βασίλαρος, Γιάννης Πρεβεζάνος, Λευτέρης Κελαρινόπουλος, Μήτσος Μανωλόπουλος και πολλοί άλλοι.
Καραγκιοζοπαίχτες. Ο Σωτήρης Σπαθάρης για τους συναδέλφους του.
Αντώνης Παπούλιας ή Μόλλας. Τα θεμέλια της τέχνης του Καραγκιόζη. Δικές του είναι οι φιγούρες Ποπόνιας και Ομορφονιός. Ήτανε άγιος άνθρωπος. Είχε βοηθήσει πολλούς συναδέλφους. Πέθανε από συγκοπή το 1949 ενώ έπαιζε με τον εγγονό του.
Θόδωρος Θοδωρέλλος. Πολά χρόνια έκανε θρίαμβο στην Αθήνα. Πολύ συμπαθητικός και γλυκομίλητος άνθρωπος, αλλά ήτανε αλκοολικός χαρτοπαίχτης κι όταν πέθανε το 1917 η κηδεία του γίνηκε με έρανο. Ο Θεοδωρέλλος ήτανε κι ο δάσκαλός μου.
Μήτσος Μανωλόπουλος. Ο καλύτερος μίμος της τέχνης του Καραγκιόζη. Πολλά χρόνια έπαιξε εκεί που τώρα είναι το «Περοκέ». Είναι ο πρώτος που ανέβασε στη σκηνή τον Μιρικόγκο και τον Κοπρίτη, τ’ άλλα δυο παιδιά του Καραγκιόζη.
Ντίνος Θεοδωρόπουλος. Πολλά χρόνια έπαιξε στην Αμερική. Όταν γύρισε στην Ελλάδα έφερε εδώ τις φιγούρες από τζελατίνα.
Γιάννης Ρούλιας ή Καρπενησιώτης. Εμπλούτισε τον θίασο του μπερντέ με την παρουσία του Μπαρμπαγιώργου.
Παντελής Μελίδης. Άριστος παίχτης. Ήτανε και μουσικός, έπαιζε τζαζ. Πέθανε από συγκοπή στην Κατοχή όταν του είπανε μια μέρα στο καφενείο πως οι Γερμανοί ντουφεκίσανε το παιδί του Στέφανο.
Γιάννης Πρεβεζάνος. Καλός παίχτης και τραγουδιστής. Αυτός έβγαλε στο πανί του Καραγκιόζη τον Εβραίο και τα τραγούδια του.
Γιάννης Μώρος. Πολλά χρόνια έπαιξε στην Φρεαττύδα του Πειραιώς. Αυτός έβγαλε τη φιγούρα του Σταυράκη.
Μάρκος Ξανθάκης ή Ξάνθος. Είδε μεγάλο θρίαμβο στην Αθήνα με τον Καραγκιόζη του. Αυτός έβγαλε τη φιγούρα του Κρητικού.
Λευτέρης Κελαρινόπουλος. Ο Καραγκιοζοπαίχτης της Λιβαδειάς. Αυτός είναι και ο εφευρέτης της σούστας που κάνουνε μεταβολή οι φιγούρες.
Ο Σωτήρης Σπαθάρης (1892-1973), ο πατέρας του Ευγένιου, στην τέχνη αυτή τελειοποιήθηκε δίπλα στον Θόδωρο Θεοδωρέλλο. Από το 1909 περιόδευε συστηματικά σε όλη την Ελλάδα διαθέτοντας ένα πλούσιο ρεπερτόριο, δικών του έργων, όπως το Κόλασις κ’ Παράδεισος, Ο Αθώος Κυνηγός, Ο Μάγος Σερίφ, Περσεύς & Ανδρομέδα κ.α.. Ο Σωτήρης Σπαθάρης ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης του είδους που εισήγαγε στον Καραγκιόζη την λεγόμενη διαφημιστική “ρεκλάμα”, επίσης, θεωρείται και ο δημιουργός της “αποθέωσης”, του έμψυχου, δηλαδή, θεατρικού επιλόγου των ηρωικών συνήθως έργων.
Αντώνης Παπούλιας ή Μόλλας (1871-1949) Επινόησε καινούριους τύπους , όπως τον «Σαναλέμε», τον «Πεπόνια», τον «Και Και», τον «Νώντα» και τον σπαρταριστό «Ομορφονιό». Ο Μόλλας εμφάνιζε στις παραστάσεις του τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής του, όπως φιγούρες αεροπλάνων και υποβρυχίων και χρησιμοποιούσε επταμελές μουσικό σύνολο. Ήταν, επίσης, ο πρώτος καραγκιοζοπαίκτης που χρησιμοποίησε ηλεκτρικό ρεύμα ως πηγή φωτισμού. Εκτός από τα παραδοσιακά , έπαιξε και καινούρια έργα που τα έγραφε ο ίδιος και τα τύπωνε σε φυλλάδια το 1925.
Όταν ο Μόλλας ήταν παιδί, το 1893, οι γονείς του τον έδειραν επειδή έστησε μπερντέ του Καραγκιόζη στην αποθήκη του σπιτιού τους, υπονομεύοντας έτσι την αξιοπρέπεια της οικογένειας. Μετά τις αλλαγές όμως που αυτός και άλλοι επέφεραν στον Καραγκιόζη τέτοιο θέμα δεν υπήρχε, και στο εξής αναφέρονται ως πολύ κοινές οι ερασιτεχνικές παραστάσεις Καραγκιόζη από παιδιά.
”Την ορχήστρα του πατέρα την αποτελούσαν ένα κοντραμπάσο, ένα αλτικόρνο, μια κορνέτα, μια γκρανκάσα, ένα τύμπανο και πιατίνια. Είχε τους ίδιους μουσικούς πολλά χρόνια και σταμάτησε να συνεργάζεται μαζί τους όταν έπαψε πια να έχει ορχήστρα. Μια ζωή ολόκληρη!.”
”Καλοκαίρι στον Πειραιά. Ήταν η φωνή του καραγκιοζοπαίχτη, μέσα στη νύχτα που αμυδρά φώτιζε η ασετιλίνη του μπερντέ. Παγίδα αναπόφευκτη για τις αγνές παιδικές φαντασίες. Μέσα σ’ αυτή τη δυνατή φωνή, όλο το μέλλον του οργανισμού τους. Ο Χαρίδημος εκεί κάπου στην Φρεαττύδα και ο μεγαλοπρεπής Δεδούσαρος απέναντι στον Όμιλο των Ερετών, κοντά στο αξιοθαύμαστο σπίτι του Στρίγκου.”