1 thought on “The mysterious part of the other | Rene Char, 1950”
Όλα τα δικά σου τα ξέρω. Πώς κοιτάς όταν λες ψέματα. Πώς κόβεις το κρέας με το μαχαίρι. Πώς ακριβώς μυρίζει η επιδερμίδα σου. Ακουμπώ το κεφάλι στην κοιλιά σου και τα έντερά σου γουργουρίζουν. Την Γυναίκα την αγαπάς στο σύνολό της, ή καθόλου.
–
Τον Έρωτα τον υφίστασαι. Λανθάνουν όσοι διαιρούν τον Έρωτα σε πνευματικό και σωματικό, καθότι Εν το Πάν. Περιγράφοντας την καλλονή της Αγαπημένης ενίοτε ξεπερνάς τα σύνορα της γυμνής ωμότητας κι αυτό πολλοί το βλέπουν σαν κυνισμό. Μα, ο Έρωτας παραμένει ο μόνος τρόπος να ελευθερώνεσαι, αφού στον Έρωτα κρύβεται ο σπόρος της Τρέλας.
–
Kρυφά την αγαπώ και είναι ωραία και είναι αβρή και μυστικά την αγκαλιάζω ούτε πουλί μάς βλέπει ούτε ανθός μάς ακούει φιλιόμαστε κι οι τοίχοι καμπυλώνουν
–
Ο άνθρωπος είναι δύο. Δεν σε αναπολώ παρά σαν μιάν όμορφη κοπέλα ( ω μεγαλείον των υψηλών γυναικών) να έρχεσαι με την αγκαλιά γεμάτη άνθη, και τότε σε φιλούσα και με αντιφιλούσες, πίστη μου κι ελπίδα μου. Αγάπησα κάποιαν κυπαρισσένια τέως άγνωστη που δεν ξεχνιέται. Εορτή των Νεκρών η μέρα του χωρισμού. Είπες παντού πως με μισείς, σαν όμως ξανανταμώσαμε, την ύστατη φορά, εδάκρυσες και με τρυφερότητα άπλωσες το πολύτιμο φιλντισένιο χέρι σου στο ιδρωμένο μέτωπό μου. Τώρα εδώ κοντά φτερουγίζεις- μακριά μου όσο ποτέ. Με θυμάσαι άραγε ακόμη, φευγάτη αγάπη μου;
Όλα τα δικά σου τα ξέρω.
Πώς κοιτάς όταν λες ψέματα.
Πώς κόβεις το κρέας με το μαχαίρι.
Πώς ακριβώς μυρίζει η επιδερμίδα σου.
Ακουμπώ το κεφάλι στην κοιλιά σου
και τα έντερά σου γουργουρίζουν.
Την Γυναίκα την αγαπάς στο σύνολό της,
ή καθόλου.
–
Τον Έρωτα τον υφίστασαι.
Λανθάνουν όσοι διαιρούν τον Έρωτα
σε πνευματικό και σωματικό, καθότι Εν το Πάν.
Περιγράφοντας την καλλονή της Αγαπημένης
ενίοτε ξεπερνάς τα σύνορα της γυμνής ωμότητας
κι αυτό πολλοί το βλέπουν σαν κυνισμό.
Μα, ο Έρωτας παραμένει ο μόνος τρόπος να ελευθερώνεσαι,
αφού στον Έρωτα κρύβεται ο σπόρος της Τρέλας.
–
Kρυφά την αγαπώ και είναι ωραία
και είναι αβρή και μυστικά την αγκαλιάζω
ούτε πουλί μάς βλέπει
ούτε ανθός μάς ακούει
φιλιόμαστε κι οι τοίχοι καμπυλώνουν
–
Ο άνθρωπος είναι δύο.
Δεν σε αναπολώ παρά σαν μιάν όμορφη κοπέλα
( ω μεγαλείον των υψηλών γυναικών)
να έρχεσαι με την αγκαλιά γεμάτη άνθη,
και τότε σε φιλούσα και με αντιφιλούσες,
πίστη μου κι ελπίδα μου.
Αγάπησα κάποιαν κυπαρισσένια τέως άγνωστη που δεν ξεχνιέται.
Εορτή των Νεκρών η μέρα του χωρισμού.
Είπες παντού πως με μισείς, σαν όμως ξανανταμώσαμε,
την ύστατη φορά,
εδάκρυσες και με τρυφερότητα άπλωσες
το πολύτιμο φιλντισένιο χέρι σου στο ιδρωμένο μέτωπό μου.
Τώρα εδώ κοντά φτερουγίζεις- μακριά μου όσο ποτέ.
Με θυμάσαι άραγε ακόμη, φευγάτη αγάπη μου;
Ηλίας Πετρόπουλος
.