Στου Γλιτωμού το Χάζι | Θεόδωρος Ντόρρος (1930) & μια Επιστολή στον Θρ. Καστανάκη

2
Lisette2BModel2B 2BReflection252C2BNew2BYorkNelly2527s2B 2BNew2BYork2B252C2B1953
Lisette Model, Reflection, New York                                Nelly’s, New York, 1953

 

Προσημείωμα

Είμαστε τα ζωντανά του γλιτωμού
σε ξένες θετικότητες.
Κι ανύπαρχτο περνάει το διάστημα
απ΄την υγεία ως την αρρώστεια.

Πιο άνθρωποι,
θα βλέπουμε, αγριεμένοι από ντροπή,
τα τωρινά μας.

Απίστευτη η τέχνη μας να κάνουμε
στιγμές κι αιωνιότητες.

Δεν είν’ αυτά που θα’λεγα
ούτε και κείνα που τα φέραν.

Lisette2BModel2BFirst2BReflection252C2BNew2BYork252C2B1939 40Lisette2BModel2B25281901 198325292BFifth2BAvenue252C2BNew2BYork2B2528Reflections25292B1945
Lisette Model, First Reflection, New York, 1939-40                  Lisette Model, Fifth Avenue, New York, 1945
.

Το πιο μεγάλο χάζι

[…]

Και δυναμώσαν όλα.
Ανάβρασμα απολύτρωσης που τοιμαζόταν πάντοτε,
κι ωσά να μην ήτανε ο ήλιος να ξανάβγει,
εδόθηκε το σύνθημα.
Κάποιος επήρε την αρχή.
Αυτή ήταν η μόνη επανάσταση.
Η πιο μεγάλη που ‘γινε ποτέ.
Όλα υπάκουσαν.
Και τα σπίτια σύμφωνα.
Και οι βιτρίνες που αρχίσαν να φωτίζουνε μ’ αυθάδεια
τη νύχτα τη δική μας που κει θα βασιλεύαμε.
Μεσ’ στο σκοτάδι της ημέρας τρέχανε
να βρούνε γλιτωμό.
Και τα μυρμήγκια ακόμα,
και τα σύννεφα.
Κι όλα τα δέντρα που σκιζόσαντε για να ξερριζωθούν.
Κι εγώ μαζί τους.
Θάρρος στον αγώνα τους.
Σαν ξένος από άλλη γη.

Σα ζουρλισμένα τ’ αυτοκίνητα.
Κι όλο μικραίνανε να φτάσουν τα παιχνίδια.
Και τα χαρτιά,
κι οι βρωμοπατημένες φημερίδες,
κι η σκόνη,
σηκώνονταν μαζί και φώναζαν,
ψηλά,
ψηλότερ’ απ’ το κάθε τι,
κι από τις κλάψες των μωρών παιδιών που χάνονταν.
Ξεφωνημένος σαρκασμός
πως τίποτε δε θα ‘μενε στον τόπο του.
Και τα μεγάλα σπίτια δεν είχαν πια κορφές.
Κατάπινε όλα το σκοτάδι που κατέβαινε, αλλοιώτικο.
Σαν την ψευτιά του ανέμου.

Οι αστραπές.

Θα καίγαν όλα.

Τίποτα δε θα πείραζεν εμένα.

Το πιο μεγάλο χάζι.

Έτσι ξαλάφωνα απ’ την επίσημη μιζέρια
που ‘χαν ως τότε, καθεμέρα,
όλα τους μπροστά μου.

Ήθελα να φωνάξω μ’ άγρια χαρά.
Ας μέναν έτσι,
όλα,
σ’ αυτόν τον κίνδυνο.

Μα ήρθε η μπόρα.
Όλα κυλίστηκαν στα πίσω.

Και γω θα πήγαινα να βρω τον πιο καλό μου φίλο.

Lisette2BModel252C2BReflection252C2BNew2BYork252C2B195080Lisette2BModel252C2BReflection2BWith2BHand252C2B1939
Lisette Model, Reflection, New York, 1950                  Lisette Model, Reflection With Hand, 1939
.

Βραδινή μοναξιά

Είναι η ώρα που ολονώνε η ζωή βαραίνει την ψυχή μου.

Στο πλαϊνό γιαπί ένας εργάτης στήθηκε
ανάμεσα σε δυο φωτάκια ολοκόκκινα.
Μόλις που βλέπει.
Και ξαναρχίζει χτυπητό το πάφλασμα της λάσπης.
Και το σκάψιμο… Να πάρει μέσα κάποιονε…

Ώρα πολύ.

Κουράστηκα, μαζί του…
Φεύγει κι αυτός μέσ’ στη βροχή,
σα ν’ άφησε τον κόσμο ατέλειωτο.

Δε βλέπω πια παρά το γέρο αντίκρυ,
ακίνητο στη θέση του.
Και μ’ όλα του τα όνειρα,
εκεί που είναι ζει,
σαν τον όποιον άνθρωπο,
σαν όλους τους απόψε.
Καθένας τη δική του τη ζωή,
εκεί που είναι.

Κάπου. Κάπως.
Έτσι πεθαίνουν ολοένα.
Κι όλοι τους μαζί σα να μη το ‘νιωσαν ποτές,
όχι μονάχα ένας,
όλοι τους μαζί…

Λες κι έφταιξα. Φουντώνω από ντροπή.

Ένα περπάτημα.
Το κάθε βήμα, εγερτήριο,
που θα τα ζωντανέψει όλα,
και μένανε θα σώσει.

Μα η συμπόνοια ξένη πάντα.
Δυνάμωσε και πέρασε αφήνοντας την πίκρα και το μίσος.

Αγριεμένα ψάχνουνε τα μάτια μου.

Ας πέρναγε τώρα ένα μοναχά ταξί.
Θα πρόφταινα να δω θαμπά στο μουσκεμένο φως του…
Μ’ ακούω μακριά το βραχνασμό του,
σαν ο δικός μου ο λαιμός να σφίγγεται μέσα στο χέρι του σωφέρ.

Μαζί με τη θυσία μου και το χαμό μου.

Μέσ’ στο σκοτάδι
που ξανάσβησε το δρόμο τον απόμερο της πόλης,
κανένας άλλος ζωντανός.
Ολόγυρα στους τοίχους μαυρίζουν τα παράθυρα
σαν τάφοι, σηκωμένοι, όλοι μονομιάς.
Και μέσα τρυπωμένοι σκελετοί.
Κοντά τους είναι κι η ζωή, όπως κι αλλού,
ξαφνιάζει κάποιονε, και φεύγει,
τραβηγμένη από κάποια πονηράδα μεγαλύτερη.

Ξέχασαν όλοι πια πως τη ζητάνε.

Ολομόναχος, τρομάζω, νιώθοντας όλο μου τον όγκο,
και μπρος μου, αμίλητη την ύπαρξή μου, ολόρθη.
Αυτή που είναι το κενό.
Γεμάτο φόβο.

Σα να μην έχω ζήσει παρά τότε.

Οι θύμησες μου, αλλουνού.
Μα όχι. Ποτέ δεν έτυχε να είμαι γω σε κάποιο μέρος.
Είμαι παντού με όλους, και πιο πολύ παντού.

Θα φύγω αμέσως κι από δω.
Να μη σταθώ ποτέ.
Σε ξένους ήλιους και δροσιές,
στου καθενός το στολισμένο τίποτα, καμαρωμένο,
να ξεπεράσω τη δική μου την ψευτιά.

Ούτε κι εκεί.

Στο δρόμο,
εξω,
περπατάτε.
Κοντά στο χώμα και στον ουρανό.
Πάντα πηγαίνετε. Ποτέ μη σταματάτε.
Κι εγώ ίσα γραμμή στο πλοίο το μικρό,
μονάχος με τον κίνδυνο
που όλα αυτός τα βλέπει.
Στα κύματα, με τη μεγάλη τη ζωή. Ατέλειωτα.
Κάπου κει και πιο μακριά. Δεν ξέρω.
Μακρύτερα απ’ όλους σας.
Πάντα ορθός, αλύγιστος,
ριγίζοντας στον άνεμο το σκοτεινό
που θα παγώνει τα φλογισμένα μάτια μου,
τον τελευταίο πυρετό της σάρκας θα δροσίζει.
Όλο θα πηγαίνω, ίσαμε να πέσω – μια φορά.
Όχι πάντοτε, σαν όλους σας που ζείτε κάπου απόψε,
έτσι κάπως.

Λεφτερωμένος απ’ τη δική σας τη ζωή.

lisette model reflections new york red cross 1939 45Nelly2527s2B 2BNew2BYork2B252C2B19502527s00
Lisette Model, Reflection, New York, 1939-45                          Nelly’s, New York, 1950’s
.

    Στο δρόμο αρχίζουν όλα

Ξεχείλισμα Κυριακάτικης περιττότητας.
Αυτήνε μόνο βλέπεις.
Χυμένη στη φύση
τυλίγει την κάθε ακτίδα του ήλιου.
Μέσα στις φλέβες μου όλες,
ως έξω στις πιο μου κυρίαρχες σκέψεις.
Τίποτ’ άλλο δεν είναι.

Τ’ αναιμικό αντρόγυνο της εργατιάς σέρνει ανάμεσά του
ένα παιδάκι.
Με αργοκίνητη απόλαυση.
Κατάδικο σ’ ανήθικη συνέχεια κατάντειας.

Στις φορεσιές, στις στάσεις, στα κουνήματα,
σε ό,τι θέλουνε να κρύψουν, να κάνουνε ακόμα πιο μεγάλο
κι απ’ του αγνώστου μας το φόβο,
παντού το τελειωμένο
το ανθρώπινο.

Πατάνε.
Ολοκάθαροι και νηστικοί.
Γυρεύουνε. Χαμένοι.
Μαζί και κείνος που μεγάλωσε στους Κυριακάτικους περίπατους,
ανάμεσα στους περιπατητές.

Τα πρόσωπα όλα γνώριμα, αδιάφορα.
Σαν τον εαυτό σου.
Τις άλλες μέρες μακριά, σήμερα ξένος.
Κι αυτοί έχουν αφήσει κάπου ό,τι δικό τους.
Κουνιώνται ολόγυρά σου,
τόσο ίδιοι,
τόσο άχρηστα διαφορετικοί.
Παιγνίδια που ξεφύγανε,
ανάμεσα σε τόσα άψυχα.
Ασύντριφτα.
Μπορώ να τους κοιτάζω άφοβα,
κι ας μας χωρίζει όλους μας κατάβαθα
πανάρχαιος δεσμός χυδαίας πάλης.

Κάποιοι μου κάνουνε για λίγο συντροφιά
με τις δικές μου τις ψευτιές που βάζω μέσα τους.
Μα όλο τους αφήνω.
Μακριά τους,
σε μια ξεχωρισιά.

Σβήνεται κάθε νόημα,

κι οι κόσμοι πού  ‘λαμψαν ποτέ στο μοναχό ξαστέρωμα.

Μα κι έτσι μαζί σου σα βρεθείς,
χαμένος τότε πιο πολύ.
Και πια μονάχα κρατημένος
απ’ του χαμού την ομορφιά.

Αρχίζει τ’ όνειρο,
κείνο που μέσα του ποτέ σου δε ρωτιέσαι:
γιατί είσ’ εκεί;
γιατί είναι όλα έτσι;
με το φόβο.
Ποτέ δε θα ξυπνήσεις. Τ’ όνειρό σου μονάχα θα σβήσει.

Δε θα μπορούσε νά ‘ναι αλλοιώς.
Συγκρίσεις δεν υπάρχουνε.
Κι ανακουφίζεσαι. με υποψία.
Κι η τύψη πάλι εκεί,
για σένα, για τους άλλους, για το μεγάλο γύρω σου.
Στιγμές σου μένουνε στη ζάλη.

Χαρά.

Τ’ αγαπημένο σώμα σου σε καρτερεί
και σε μικραίνει τόσο,
σε χώνει ακαίριο μέσα του,
και βρίσκεις έτσι ποια θα σε σώσει συντροφιά…

Ακόμα μέσα στ’ όνειρο.

Στο δρόμο αρχίζουν όλα.
Ανάμεσα στους περιπατητές.

Θεόδωρος Ντόρρος, Στου γλιτωμού το χάζι, 1930

«Το βιβλίο τούτο δεν πουλιέται. Στέλνεται δωρεάν σε όποιον το ζητήσει».
Theodore Dorros, 17 Rue Bachaumont Paris ή 1 East 33rd Street, New York

25CE259825CE25B525CF258C25CE25B425CF258925CF258125CE25BF25CF25822B25CE259D25CF258425CF258C25CF258125CF258125CE25BF25CF2582%25CE%25A7%25CE%25B5%25CE%25B9%25CF%2581%25CF%258C%25CE%25B3%25CF%2581%25CE%25B1%25CF%2586%25CE%25BF%2B%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2585%2B%25CE%2598%25CE%25B5%25CF%258C%25CE%25B4%25CF%2589%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%2585%2B%25CE%259D%25CF%2584%25CF%258C%25CF%2581%25CF%2581%25CE%25BF%25CF%2585%252C
Θεόδωρος Ντόρρος, Στου γλιτωμού το χάζι, 1931              Θεόδωρος Ντόρρος, Χειρόγραφο
.

Θεόδωρος Ντόρρος [Ted Dorros] γεννήθηκε το 1895 από ελληνοαμερικανούς γονείς. Πιθανώς πελοποννησιακής καταγωγής, εξασφάλισε την αμερικανική υπηκοότητα το Σεπτέμβριο του 1922 (ή 1923). Εργάστηκε ως εμπορικός αντιπρόσωπος και διευθυντικό στέλεχος στην οικογενειακή επιχείρηση ειδών προικός ‘’Dorros Bross’’ στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι. Στη δεκαετία του 1920 επισκέφθηκε τη Γαλλία αρκετές φορές όπου συνδέθηκε φιλικά με τον πεζογράφο Θράσο Καστανάκη. Άγνωστο πότε αποσύρθηκε με την αμερικανίδα σύζυγό του Σούζαν –αλκοολικός πλέον, και οικονομικά κατεστραμμένος μετά την οικονομική ύφεση στην Αμερική σε χωριό νοτίως του Παρισιού, οπότε και αυτοκτόνησαν μαζί τον Οκτώβριο του 1954.

Ο Θ. Ντόρρος δημοσίευσε: μία μόνη ποιητική συλλογή, με τίτλο, ’’Στου Γλυτωμού το Χάζι, (Παρίσι, 1930,1931) Δεκαπέντε ποιήματα, γραμμένα σε ελεύθερο στίχο.

Tέσσερα ποιήματα υπό τον γενικό τίτλο ‘’Μια νύχτα’’, στην εφημερίδα ‘’Αγών των Παρισίων’’ τον Φεβρουάριο του 1928.

Mια πραγματεία με τίτλο, ‘’Intelligence’’, εκδιδόμενη στο Παρίσι στα αγγλικά το 1936 και διατιθέμενη ιδιωτικά σε περιορισμένο κύκλο φίλων του.

Χωρίζεται σε τρία μέρη : α) The End of man, =αναδρομή στους λόγους εκφυλισμού του ανθρώπινου γένους, β) Collectivism = επιστημολογική σάρωση του προσδοκώμενου πεδίου μελέτης και, The Principal Motives, Factors and Conditions of Collective life: το προγραμματικό μέρος.

6411690
  Lisette Model, Reflection, New York, 1939-1945
.

[ πρὸς τὸν Θρ. Καστανάκη ]

Νέα Ὑόρκη,

25 Ἰουλίου 1930

Θράσο μου. –

6.30 π.μ. Σηκώνομαι ἀπὸ τὸ κρεββάτι μὲ μιὰ γεύση ἀηδίας στὸ στῶμα ποὺ δὲν καταπίνεται. Εἶναι ἡ σιχασιὰ τῆς χθεσινῆς, τῆς κάθε χθεσινῆς ἡμέρας καὶ ὡς τὶς

7 καὶ κάτι ποὺ ἑτοιμάζομαι, πρέπει νὰ περάσουνε ἀπὸ τὸ μυαλό μου ὁρισμένα πράματα γιὰ σήμερα […].

7.30 π.μ. Βάδισμα 8λεπτῶν ὡς τὴ στάση τοῦ autobus. Συνωμοτῶ νὰ μένουν ὁλό-δικά μου αὐτὰ τὰ 8 λεπτὰ καὶ μένουνε εὐτυχῶς τὶς περισσότερες φορές. Ἐκτὸς ἂνἐπιμένει καμμιὰ Μπιζινικὴ σκέψη καὶ πιὰ τραβιέμαι μαζί της. Μὲ σώζει αὐτὸς ὁπεριπατᾶκος. Ἕπεται ½ ὥρας ταξίδι ἀπάνω στὸ ξεσκέπαστο autobus, ὡραῖα·ἀέρας ἀλλά κουνιέται ἐπικίνδυνα γιὰ τὴν ὅραση. Μόνο τὶς ἐπικεφαλίδες τῆς ἐφη-μερίδας διαβάζω, ὅταν στέκεται. Σὰν τρέχει ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ χάζεμα, ἀφηρημένο.Γιὰ ξεκούρασμα […].

8 π.μ. – 6ἢ καὶ7μ.μ. …………………………………………

7μ.μ. Ἔπειτα ἀπὸ τὴν ὁλοήμερή μου ἀντοχὴ κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ. βγαίνω ἀπὸ τὸ
1 E.33 th st. καὶ περπατάω ὡς τὸ σταθμὸ τοῦ elevated (ἐναερίου…) περπάτημα εὔθυ-μου κατάδικου, ἀνάμεσα στὸν Carros καὶ στὸν Vrettas. Δυὸ καλοὺς ἀνθρώπους ποὺ περιφρουροῦν τὴν ἄγραφτή μου καταδίκη σὰ δεσμοφύλακες ὅταν ἀλλάζει ἡ βάρδεια. Περπατάω ἀνάμεσά τους γιὰ νὰ συμπληρωθῆ μ’ ἐπισημότητα τὸ κλείσιμοτῆς τέτοιας μου ἡμέρας. Κι ὅταν μὲ καλονυχτίσουν, κάτι ἀπ’ αὐτοὺς μ’ ἀκολουθεῖ. Σὰ φόβος μή γυρίσουνε.

7.30 – 8.30 Ἡ ὥρα τοῦ φαγιοῦ ποὺ εἶμαι καὶ μὲ τὴ Σουζάνα. Ξεκούραση. Κι ἔπειταξανάρχεται ἡ κούραση. Ἀδύνατο, Ἀδύνατο, Ἀδύνατο νὰ πιάσω πέννα, βιβλίο ἢ χαρτί. Πότε πότε cinema. Κάποτε καμμιὰ βραδινὴ ὑποχρέωση ἀπ’ τὶς καταραμένες.

10.30 στὸ κρεββάτι γιατί ἀλλοιῶς δὲ θὰ εἶμαι ἀπάνω στὶς ἐξήμισυ.

Ἀφήνοντας τὴ φαντασία σου νὰ σοῦ δείξη πῶς – ἔτσι πρακτικὰ ζῶντας – θὰ ὑποπτεύεσαι καὶ τὰ ψυχολογικά μου ἐπίπεδα.[…]

Ἕνα μὲ φοβίζει. Μὴ τυχὸν φαντάζεσαι πὼς ξεχασμένος στὴ δουλειά, ἀφήνω νὰπερνάη ἡ ζωή μου σὰν ἀπάνω στ’ ἀλογατάκια τὰ ξύλινα τοῦ Luna Park. Πολλὲςφορὲς τὸ βράδυ μετὰ τὶς 8.30 σὰν ρουφάω ἀδιάκοπα τὰ σιγαρέττα μαζεύουνταιὅλοι οἱ διωγμένοι ἑαυτοί μου τῆς ἡμέρας καὶ γίνεται τὸ μοῦτρο μου σὰν παπαροῦνα.[…] Ἂν δὲ μοῦ δοθεῖ ποτὲς καιρὸς νὰ πῶ ’κεῖνα ποὺ θέλω, μὲ γραμμένες λέ-ξεις, θὰ βρῶ κάποιο τρόπο. Μὴν ἀνησυχεῖς, ὑγία μόνο νὰ εἶναι. Καὶ θάρθη καὶ ἡἐποχὴ τῶν «γινομένων μου» […].»

Θεόδωρος Ντόρρος

ἀποσπάσματα  ἐπιστολῆς / Αρχείο Καστανάκη – ΜΙΕΤ/ΕΛΙΑ

Πρώτη δημοσίευση: Σπύρος Ν. Παππάς, «Ένα πρώιμο, ανέκδοτο πεζοτράγουδο του Θεόδωρου Ντόρρου: “Χωρίς Πατέρα” (1924)», περ. Οροπέδιο, τχ. 14 (Φθινόπωρο-Χειμώνας 2014), σ. 422-437

2 thoughts on “Στου Γλιτωμού το Χάζι | Θεόδωρος Ντόρρος (1930) & μια Επιστολή στον Θρ. Καστανάκη

  1. Δεν θεωρώ ότι είναι δεοντολογικό και έντιμο να παρουσιάζετε ως "ανέκδοτο απόσπασμα επιστολής του Ντόρρου προς Καστανάκη" το εν λόγω απόσπασμα, εφόσον έχει ήδη δημοσιευτεί αυτούσιο, από το 2014, στο άρθρο μου: Σπύρος Ν. Παππάς, «Ένα πρώιμο, ανέκδοτο πεζοτράγουδο του Θεόδωρου Ντόρρου: "Χωρίς Πατέρα" (1924)», περ. Οροπέδιο, τχ. 14 (Φθινόπωρο-Χειμώνας 2014), σ. 422-437. Το άρθρο μου έχει αναρτηθεί στο academia.edu και προφανώς το γνωρίζετε, όμως σιωπηρά και εσκεμμένα κάνατε χρήση του αποσπάσματος δίχως παραπομπή. Το ανέκδοτο αυτό απόσπασμα, προέρχεται από το Αρχείο Καστανάκη στο ΜΙΕΤ/ΕΛΙΑ ενώ το άρθρο μου ήταν αφιερωμένο στον αείμνηστο Μάνο Χαριτάτο. Παρακαλώ, όπως προβείτε άμεσα στην αποκατάσταση της αλήθειας, στην ανάρτησή σας.

    Μετά τιμής

    Σπύρος Ν. Παππάς

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *